Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Σε ό, τι έμεινε απ' τον Αντώνη Γρηγοριάδη
Ήμουν δεκαεπτά χρονώ όταν βρέθηκα πάλι, έπειτα από χρόνια, στο ίδιο κρεβάτι με τον πατέρα, με τα χέρια μας πλεγμένα. Το δικό του, ζεστό και ιδρωμένο, κρατούσε τη δική μου άβουλη και παγωμένη εγκατάλειψη. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και το λιγοστό φως που γλιστρούσε απ' τη σάλα δεν έφτανε να δείξει την έκφραση στα πρόσωπά μας, σ' εκείνο το τόσο παράκαιρο σύμπλεγμα.
Πιο μικρός, χαιρόμουνα τη φυσικότητα της θαλπωρής, τώρα όμως, ήμουν τόσο παγωμένος μες στο μισόφωτο, είχα κιόλας γένια στο πρόσωπο και, το προηγούμενο βράδι, τους μίλησα τόσο παράξενα για την αγορά, που άνοιξε με το θόρυβο, τα φώτα και τα μαγαζιά της μόνο για μένα, μες στη νύχτα. Όταν επέμενα στο παράλογο δίκιο μου δεν ήθελαν να με πιστέψουν, χρειάστηκε να τους βεβαιώσω πολλές φορές και, τότε νομίζω, η μητέρα άρχισε να κλαίει βουβά και μας άφησε μόνους. Στον πατέρα εξήγησα πως κατά βάθος μ' άρεσε αυτό που έγινε, η αγορά ήταν γιορταστικά φωτισμένη και πως πάντα προτιμούσα να βγω για ψώνιa κατάμονος, έχοντας μια απόλυτη άνεση και εκλογή. Έπειτα, σώπασα νικημένος και του άφησα το χέρι μου, σα να παραδεχόμουν κι εγώ πως όλα αυτά ήταν ψέματα.
Όταν ήρθε η ώρα βγήκαμε στη σάλα. Το ταξί περίμενε κάτω. Εγώ ήμουν πια πολύ ζαλισμένος. Δεκαεπτά ώρες, τώρα, μου δίνανε τακτικά ένα άσπρο υγρό, βαρύ σαν υδράργυρο, που μ' έριχνε σε βαθύ ύπνο και κάθε φορά ξυπνούσα με λιγότερες δυνάμεις. Έτσι, ούτε που πρόσεχα τη μητέρα στις μάταιες προσπάθειές της να κρατήσει κάτι ζωντανό από μένα. «Θέλεις να δεις την Ελένη;» με ρωτούσε απελπισμένα που, μες στη ζάλη μου, ένιωθα πολύ θυμωμένος μαζί της. Σκεπτόμουν πως ήταν πολύ φυσικό να χαθεί κι η Ελένη μες στη μεγάλη αγορά, που άνοιξε ξαφνικά, μπρος στα διψασμένα μάτια μου, πως στο σπίτι είχα ψάξει παντού, σπιθαμή με σπιθαμή. Πουθενά, ούτε μες στ' αποχωρητήριο. Έμεινα κι εγώ να κοιτάζω τα ούρα μου να χάνονται στη λεκάνη, όπως τώρα, που έφευγα, τη μορφή της μητέρας μου, υγραμένη, πίσω από το δικτυωτό του ανελκυστήρα.
Η πόλη ήταν γεμάτη κυριακάτικο κόσμο που περπατούσε ανέμελα στους κεντρικούς δρόμους. Δεν είχα μάθει ούτε τ' αποτελέσματα των απογευματινών αθλητικών συναντήσεων, αλλά αυτό, το 'νιωθα, θα 'μενε για πολύ αργότερα, ίσως μάλιστα να μη μάθαινα ποτέ τα συγκεκριμένα αποτελέσματα εκείνης της Κυριακής. Ο πατέρας, πλάι μου, ήταν αμίλητος. Κι οι δυο βλέπαμε μια την κίνηση του δρόμου, που όλο και λιγόστευε, καθώς βγαίναμε απ' το κέντρο της πόλης και μια τ' ασπρόμαλλο κεφάλι του ταξιτζή. Ο πατέρας ήξερε που μας πήγαινε αυτή η κούρσα. Ωστόσο δεν τον ρώτησα. Έβρισκα, μέσα μου, τόσο απαραίτητη αυτή την αναχώρηση, σα φάρμακο πικρό και ωφέλιμο. Σ' ένα σκοτεινό δρόμο που στρίψαμε φάνηκε ο τόπος του προορισμού μας. το κατάλαβα απ' το θόρυβο της μηχανής που έσβηνε μαζί με τις ελπίδες μου, το καταλάβαινα κι απ' τις στοργικά αβρές κινήσεις του πατέρα, που προσπαθούσε να μου ανοίξει την πόρτα. Το κτίριο, βαρύ κι επιβλητικό ήταν φωτισμένο μες στη νύχτα, σα σπίτι που ξενυχτά νεκρό και κρατά φώτα και πόρτες ανοιχτές.
Όλα έγιναν πολύ βιαστικά. Ξένα χέρια σφίχτηκαν στα μπράτσα, στην πλάτη μου και με οδηγούσαν. Τα χρώματα, που είχα γνωρίσει ως τότε στη ζωή μου απλοποιήθηκαν, συγκεντρώθηκαν, έγιναν ένα πρωτόγνωρο άσπρο στους τοίχους, στις πόρτες, στα κρεβάτια και τη σκούρα, παρήγορη, σιλουέτα του πατέρα την είδα να σβήνει πίσω απ' τις άσπρες μπλούζες αυτών που με δέχτηκαν.
Ο πρώτος άνθρωπος που μου μίλησε μες στο πρώτο αυτό, άσπρο διάλειμμα της ζωής μου, ο πρώτος ξένος που πήρε φροντίδα για μένα, μόλις ξεκόλλησα απ' τους δικούς μου, λεγόταν Χρυσόστομος, ψηλός και εύσωμος, με καλογραμμένο μουστάκι πάνω απ' τα χείλια του. Μαζί κατεβήκαμε πολλές σκάλες ώσπου βρεθήκαμε σ' ένα μεγάλο δωμάτιο, πολύ αθόρυβο που με τρόμαζε. Λες κι είχε μόνωση στους τοίχους, στο πάτωμα και στην οροφή. Εκεί άρχισε να με χτυπάει δυνατά, με την ανάστροφη του χεριού του στο πρόσωπο. Τα χτυπήματα κατέβηκαν στο στήθος, στην πλάτη μου, έγιναν σφιχτές γροθιές, πέτρες, λεπτό λουρί. Σκεπτόμουν πως αυτόν τον άνθρωπο δεν τον ήξερα καθόλου κι όμως τα χτυπήματά του με σημάδευαν τόσο βαθιά. Στο τέλος, κατάλαβα πόσο ψύχραιμος ήταν στο έργο του αυτό, πως ήξερε τι ήθελε από μένα κι αυτό το τελευταίο με πόνεσε περισσότερο απ' τα χέρια του, που λύγισα και την ψυχή μου και τη δίπλωσα μαζί με το κουρασμένο σώμα στ' άσπρο μωσαϊκό του δαπέδου.
Όταν συνήλθα μου χαμογελούσε πολύ ήρεμα. «Λοιπόν....τι ακριβώς είδες χθες το βράδι; Όταν γυρνούσες σπίτι σου;» Στην αρχή δεν ήθελα να απαντήσω. Ύστερα σκέφθηκα την Ελένη και άλλαξα γνώμη. Ιδιαίτερα επέμενα στο προχωρημένο της ώρας και στις κινήσεις των πωλητών. Πως, ενώ ήμουν ο μοναδικός τους πελάτης, βγαίναν στις προθήκες και διαφήμιζαν το εμπόρευμα με φωνές και χειρονομίες, κερδίζοντας έτσι εύκολα τον εαυτό μου. Ήμουν πραγματικά πολύ ευτυχισμένος και σίγουρος εκείνες τις στιγμές. Η ευφορία μου – λες και – καταντούσε τύψη και οίκτος για τους άλλους. Τόση ήταν η έντασή της. Φάνηκε να δυσφορεί που του έλεγα για πολλοστή φορά το ίδιο πράγμα και βιάστηκα να συμπληρώσω πως, έξω απ' αυτές τις λεπτομέρειες, το ότι άνοιξε ξαφνικά όλη η αγορά, η κεντρική αγορά της πόλης μας μόνο για μένα, ήταν μια ξέχωρη τιμή και συγκίνηση. Με ρώτησε πάλι αν αυτό το θεωρούσα φυσικό να γίνει. Πως εγώ, στα δεκαεπτά μου χρόνια, γυρνώντας Σαββατόβραδο στις εντεκάμισι σπίτι μου για ύπνο, είδα πραγματικά μια ολόκληρη αγορά να ανοίγει. Τα χείλια, πιστά στα μάτια μου, ψιθύρισαν «ναι» κι ένα περήφανο ξεσήκωμα στα σπλάχνα πρόδωσε τη μεγάλη μου συγκίνηση. Τότε ο Χρυσόστομος, μ' έσυρε βίαια κάτω και μ' έδειρε πολύ, όλη τη νύχτα της Κυριακής, ώσπου ξημέρωσε Δευτέρα. Μες στο άσπρο δωμάτιο, δεμένος στο κρεβάτι μου αισθανόμουν πως ο Οκτώβρης έβρεχε την πόλη μας. Από κείνη τη Δευτέρα έπαψα να μετρώ τις μέρες που ακολούθησαν κι ο Χρυσόστομος έπαψε να με ρωτάει πια.
Για λίγο καιρό μ' άφησαν μόνο με τις σκέψεις μου. Θυμόμουν με νοσταλγία τους συμμαθητές της σχολικής ζωής. Δεν μπορούσα όμως να φέρω έναν συγκεκριμένα στη μνήμη μου. Τους θυμόμουν όλους μαζί να ρίχνουν στην ίδια αίθουσα, που την έλουζε κάθε πρωί ο ήλιος, φταρνιστική σκόνη στους καθηγητές. Μες στη γνώση που παίρνανε, επέστρεφαν λίγη σκόνη φταρνιστικό με αποτέλεσμα να φταρνίζονται όλοι μαζί, καθηγητές και μαθητές. Η διαφορά στην κοινή αυτή αντίδραση ήταν πως οι πρώτοι ξαφνιάζονταν απ' αυτήν την ξαφνικής τους αλλεργία. Οι άλλοι το περίμεναν και διασκέδαζαν . Θυμόμουν και την Ελένη, αναψοκοκκινισμένη – μόλις είχε γυρίσει απ' τη δοκιμαστική παρέλαση με την μπλε ποδιά. Είχε ξαπλώσει με εγκατάλειψη στο ντιβάνι και γω επίμονα ξεκούμπωνα λίγο – λίγο την ποδιά και γύμνωνα το νεανικό στήθος. Ήταν πρώτη φορά που γινόταν αυτό και στη μάταιη αντίστασή της είχε κλείσει τα μάτια και τα χείλια της μαζεύονταν θυμωμένα, σχηματίζοντας απειλητικά λακκάκια στα μάγουλα. Τα δικά μου μάτια ήταν ολάνοιχτα. Το δέρμα της άσπρο, με μικρούς πόρους μύριζε σα φρεσκοπλυμένο, καθαρό μάλλινο. Οι ρόγες μικρές και κόκκινες περίμεναν. Τις χάιδεψα και πιο έπειτα τις φίλησα. Το στόμα της χαλάρωσε την επιτιμητική του έκφραση και, νικημένη, μίλησε : «Τώρα.....τι κατάλαβες;» Φυσικά και δεν είχα καταλάβει τίποτε. Βέβαια η σάρκα της μου ήταν άγνωστη κάτω απ' την μπλούζα κι η λαχτάρα μου μεγάλη, αλλά όλα αυτά, λίγα λεπτά αργότερα και, μια που το 'θελε η ερώτησή της, δε δικαιώνονταν μέσα σε μια αυστηρή λογική. Τίποτε δεν είχα καταλάβει τότε, μάλιστα τώρα, ξαπλωμένος κι ανήμπορος μες στ' άσπρα σεντόνια μιας άσπρης κλινικής.
Γύρω στο μεσημέρι ήρθε ο πρώτος γιατρός. Ήταν κοντός και σοβαρός. Απ' το λαιμό του κρέμονταν ένα στηθοσκόπιο και με πλησίασε χαμογελαστός. Έμεινε αρκετή ώρα έτσι αμίλητος, που δεν κράτησα άλλο και πάτησα τις φωνές. Του 'λεγα πως δεν είχα απολύτως τίποτε στο στήθος, πως ήταν ένας προκλητικός ψεύτης, ένας «κομπογιανίτης», πως η αγορά είχε πραγματικά ανοίξει και πως, στο κάτω – κάτω, αυτό ήταν δική μου υπόθεση. Του ζητούσα να απολογηθεί για το γελοίο φέρσιμό του, τον κοντό και άτσαλο εαυτό του, που άδικα πάσχιζε να σώσει με τ' ακριβά κοστούμια και τη σοβαρότητα. Να απολογηθεί για τα χρόνια του μπρος στα νιάτα μου και να αισθανθεί, γνήσια, ένοχος για όλες αυτές τις στιγμές που στεκόταν μπροστά μου, προκαλώντας τη νοημοσύνη μου μ' αυτό το στηθοσκόπιο. Σ' αυτό το τελευταίο έφυγε το ίδιο ήρεμα, όπως είχε έρθει και η σιωπή, όπως την προκάλεσε ο θόρυβος απ' τις φωνές μου, απλώθηκε γύρω στο δωμάτιο. Τότε, πρόσεξα πως οι πόρτες δεν είχαν χερούλια. Έκλειναν με τις πετσέτες, που πλέναμε τα χέρια μας.
Ποτέ δεν είχα σκεφθεί πως ένας άνθρωπος μπορούσε ν' αυτοκτονήσει μ' ένα πόμολο ή μια κλειδαριά. Κι αυτοί όμως ποτέ δεν ξεχνούσαν ούτε ένα ψαλίδι ή μαχαίρι πάνω στο μικρό τραπέζι και πάντα μου δίναν δυο πετσέτες..... αργότερα, όταν πια με το Χρυσόστομο κουβεντιάζαμε σαν παλιοί γνώριμοι, έδειξα πως μ' έπεισε σε μια σημαντική λεπτομέρεια : πως ένας άνθρωπος αυτοκτονεί με τη σκέψη του. Αργά και σίγουρα σαν τον Μιθριδάτη. Εγώ, για να προστατεύσω τον εαυτό μου έκανα κάτι άλλο. Κάθε φορά που σκεπτόμουν άσχημα ή πονηρά, φρόντιζα να δικαιώνω τις σκέψεις αυτές με μια τελική, επεξηγηματική και λογική σκέψη, που κατά κάποιο τρόπο έσβηνε όλες τις προηγούμενες. Είχα την εντύπωση πως με παρακολουθούσαν στον αρχικό μου συλλογισμό μ' ένα παντοδύναμο μηχάνημα και φρόντιζα να σβήνω τ' αχνάρια του με μια δεύτερη ελεγχόμενη προσπάθεια. Κάθε πρωί φέρναν την εφημερίδα. Έμενα πολλή ώρα χωρίς να την αγγίζω. Καμιά φορά το δόλωμα ήταν μεγάλο : τεράστιοι τίτλοι, ειδήσεις φρέσκιες και συγκλονιστικές. Την ίδια ώρα – ήμουν σίγουρος – μαζεύονταν όλοι αυτοί κάπου, ίσως στο πλαϊνό δωμάτιο, μπορεί και στο υπόγειο και με το μηχάνημα διάβαζαν τη σκέψη μου. Έτσι κι εγώ προετοιμαζόμουν καλά. Την έπαιρνα με αργές και σίγουρες κινήσεις και, προσέχοντας πάντα την αντίδραση της πιο απόκρυφης σκέψης μου, διάβαζα : Ρωσσικός δορυφόρος με σκύλον περιφέρεται πέριξ της υδρογείου. Εξετοξεύθη με νέαν πηγήν τεραστίας δυνάμεως – Τόκιο 12, Ασς. Πρες : Σιδηρουργός εκ Κιότο προσεφέρθη να μετάσχη οιασδήποτε αποστολής προς την Σελήνην προς εξιλέωσιν δι' έγκλημα διαπραχθέν υπό του υιού του, ο οποίος εκτίει ήδη ποινήν φυλακίσεως.
Πρώτη μου σκέψη : επιτέλους ! οι Ρώσοι άνοιξαν μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα. Μετά : νέα πηγή τεραστίας δυνάμεως ; τι βλασφημία είναι αυτή; Και τι αφελής που ήμουν να ενθουσιαστώ. Ποιοι διεστραμμένοι και υλοκρατούμενοι επιστήμονες βρήκαν δύναμη μεγαλύτερη απ' του Θεού; Και που σκοπεύουν αλήθεια; Τώρα η θέση μας είναι τραγική. Έχουμε εφεύρει έναν καινούριο χαμό. Τι είναι η Σελήνη και το Διάστημα; Ένας νέος Καιάδας; Όχι....δε συμφωνώ. Ας πιω μια γουλιά καφέ. Τον θέλω. Είναι πικρή και τονωτική η γεύση του. Πρέπει να ζήσω. Δεν είμαι αδύνατος. Δεν έχω αδυναμίες. Ή μάλλον...ναι, έχω αδυναμίες. Όμως θέλω να σταματήσουν. Μη βασανίζετε, άνθρωποι, τους ανθρώπους. Βγάλτε απ' τη φυλακή το γιό του ιάπωνα σιδηρουργού και συγχωρέστε το έγκλημά του όπως ο Χριστός μας συγχώρεσε όλους....
..... Ας γυρίσω στη δεύτερη σελίδα. Το μυθιστόρημα τους έχει φέρει πια, από χθες, πολύ κοντά. Οπωσδήποτε σ' αυτό το φύλλο πρέπει να γίνει το.... Όχι πως είμαι πρόστυχος. Πάντως το διαβάζω, βλέπω τα αδύνατα σημεία του, το δέχομαι. Είναι ανθρώπινο. Δε θέλει να πει πονηρά πράγματα. Λέει την αλήθεια..... Τελοσπάντων:
Το κορμί της έτρεμε κάτω απ' το δικό του. Την γύμνωσε με βιαστικές κινήσεις ενώ ο πόθος του έλιωνε μες στα ζεστά της πόδια. Ο σελιδοποιός την πλάγιασε πλάι στην αίθουσα Πάντσιου. Την προσφιλή μας.... η δεξίωσις παραπλεύρως.... – Μωρό μου, με τρελλαίνεις... τα συλλυπητήριά μου.... Αγάπη μου, με πεθαίνεις.... Χάνομαι....πέθανα.... - Πάει τώρα αυτή. Πέθανε. Πρέπει να κάνετε κουράγιο. Να ζήσετε για τα παιδιά σας. Εις το προσεχές : η συνέχεια.
Δηλαδή τι είναι ο έρωτας; Μια γεύση θανάτου κάθε φορά που τελειώνουμε πάνω στ' αγαπημένο κορμί; ΟΧΙ. Αυτή όμως η σύμπτωση μες στην εφημερίδα; Τι θέλει να πει; Τίποτε. Δεν είμαι καθόλου απαισιόδοξος. Είμαι νέος: ατό είναι το σίγουρο. Έχω πίστη στη ζωή και θεωρώ τα παραπάνω μια άτυχη στιγμή στη σελιδοποίηση. Αυτό είναι όλο. Το μυαλό μου είναι πεντακάθαρο. Σα μάρμαρο της Πεντέλης. Και γεμάτο πίστη στη μεταθάνατο ζωή. Σα γριά ετοιμοθάνατη. Κι ο Κρούτσεφ προτείνει τετραμερή διάσκεψη κορυφής. Θα δεχθή ο Αιζενχάουερ; Θα σωθή η ανθρωπότης. Τι τρομερό ! θα 'ρθεί λοιπόν η καταστροφή του κόσμου; Μα αυτό δε θα το 'θελε ποτέ ο Θεός. Κουράστηκα :
- Αγνή, φέρε μου την Αποκάλυψη....
- Τέτοια ώρα; Που τη θυμήθηκες !
- Τώρα τη χρειάστηκα. Τώρα στη ζητώ.
..... Τετραμερής διάσκεψις κορυφής. Οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις της γης. Όλοι έχουν πυραύλους. Όλοι ετοιμάζουν διαστημόπλοια. Ο πυρηνικός πόλεμος. Θεέ μου, βάλε το χέρι Σου στην καρδιά μου, πως τρέμει σα φυλακισμένο πουλί. Πάρτο στους ελεύθερους ουρανούς Σου. Τα γράμματα πηδάν μπρος στα μάτια μου :
Και εκ του θρόνου εκπορεύονται αστραπαί και φωναί και βρονταί. Και επτά λαμπάδες πυρός καιόμεναι ενώπιον του θρόνου, αι εισί τα επτά πνεύματα του Θεού. Και ενώπιον του θρόνου ως θάλασσα υαλίνη, ομοία κρυστάλλω. Και εν μέσω του θρόνου και κύκλω του θρόνου τέσσερα ζώα γέμοντα οφθαλμών έμπροσθεν και όπισθεν. Και το ζώον το πρώτον όμοιον λέοντι, και το δεύτερον ζώον όμοιον μόσχω και το τρίτον ζώον έχον το πρόσωπον ως ανθρώπου, και το τέταρτον ζώον όμοιον αετώ πετομένω.....
Ήταν φυσικό μετά από λίγες μέρες να κουραστώ πολύ. Η συνείδηση πως με παρακολουθούσαν με μούδιαζε κι ο πανικός, που με κυρίευε, οδηγούσε σε νοηματικά αδιέξοδα που πάνω τους τσακίζονταν σε πολλά νεκρά κομμάτια η σκέψη μου. Μα την αλήθεια γινόμουν πολύ γελοίος, όσο περνούσαν οι μέρες. Μια βραδιά, που δεν άντεξα να σκέπτομαι έτσι «καθαρά και ελεύθερα», έχοντας ένα μεγάλο μπλοκ και μολύβι, άρχισα να τα γράφω και να τα γράφω επί ώρες – έτσι κούραζα περισσότερο τα χέρια παρά το μυαλό μου. Η Αγνή τρόμαξε κι άρχισε να σταυροκοπιέται, χαριτωμένα, σα να 'βλεπε φάντασμα. Την άλλη μέρα το είπε στο γιατρό κι αυτός, αφού διάβασε τις σημειώσεις μου, παρατήρησε πως δεν έβγαζε κανένα νόημα, αλλά όλα ήταν αρκετά καθαρογραμμένα και χωρίς κανένα ορθογραφικό λάθος. Φυσικά, ήξερα πως κάτι θα κάναν. Εδώ, μ' είχαν σπάσει στο ξύλο για μια κουβέντα μου και θ' άφηναν απαρατήρητες τόσες καυτές σελίδες, εξαιρετικά απλοποιημένης σκέψης, κάτι σαν πρώτη ύλη για το δικού τους μυαλό; Πραγματικά. Την επομένη, κιόλας, το πρωί ήρθε ένας, ψηλός αυτή τη φορά, γιατρός που με φώναζε με το μικρό μου όνομα.
- Έχεις κουραστεί πολύ, μου είπε. Γι' αυτό μέρα παρά μέρα θα κοιμάσαι στο απόλυτο σκοτάδι.
- Και πως θα γίνεται αυτό; ρώτησα με κάποιο σφίξιμο. Θα ξαναγυρνώ στη ζωή;
- Θέλεις;
- Βέβαια και θέλω....απάντησα.
- Τότε να προσπαθείς να μη σκέπτεσαι. Κλείσε τα μάτια σου τώρα και άνοιξε το στόμα.... Μη φοβάσαι.
Σε λίγο δεχόμουν στο στόμα ένα ξένο σώμα, κάτι σα βαμβάκι ή σα λάστιχο. Πρόλαβα να θυμηθώ μια πεθαμένη θειά μου που της είχαν στην εκκλησία το στόμα φραγμένο μ' ένα βαμβάκι. Αμέσως έπειτα αισθάνθηκα πάνω στο μέτωπό μου ν' ακουμπούν συμμετρικά τα χέρια του Θεού. Και κατρακύλησα στο κενό. Ήθελα ν' ανοίξω εκείνη την ώρα τα μάτια μου, να δω κάποιον : το νεκροθάφτη έστω, ή πιθανότερο το Χρυσόστομο με τα χοντρόχερά του ακουμπισμένα στο μέτωπό μου, επιχειρώντας – ποιος ξέρει τι, αλλά ήμουν πια ανήμπορος. Μια μεγάλη σιωπή, που μέσα της βυθιζόμουνα λυτρωμένος, χωρίς αντίσταση πια. Είχα την αίσθηση πως μου 'λειπαν και τα χέρια και τα μάτια. Αισθανόμουν ένα ακαθόριστο βάρος πότε-πότε σα να 'μουνα δεμένος με λαφριά κόκαλα, αλλά αυτή η αίσθηση άλλοτε χανόταν κι άλλοτε υπήρχε πολύ ανεπαίσθητη. Ωστόσο από τέτοια συνάρτηση μ' αυτό το κούφιο βάρος ένιωθα πως βρισκόμουν ακόμα στη γη. Μια πνοή θάλασσας ερχόταν κι έμπαινε μες στα ρουθούνια μου. Ένας μεγάλος, ζαχαρωτός δίσκος με κόλλυβα, όμορφα στολισμένος. Επάνω έγραφε με ασημένια κουφέτα «δεν είσαι πεθαμένος. Θα γίνεις καλά». Και γω βουτούσα τα χέρια μες στη ζάχαρη και στα κουφέτα και μπέρδευα τις λέξεις, φτιάχνοντας άλλες : «Δεν ξέρω αν φεύγω μακριά από γυναίκα ή ζωή αγαπημένη. Ούτε που πάω. Δεν ξέρω αν μίλησα σαν άνθρωπος, ή γαύγισα σα σκυλί».Ύστερα έβαζα τα χέρια στο στόμα και έγλειφα ξελιγωμένος τα δάχτυλα με τη ζάχαρη. «Πάψε πια να παίζεις, Λευτέρη. Μεγάλωσες. Τινάξου....»
Τινάχτηκα και ξύπνησα.
- Χρυσόστομε, θέλω να γυρίσω σπίτι μου !
- Θα γυρίσεις αύριο, αν έχει τελειώσει η μητέρα σου την μπουγάδα.
Ξανά τα κρύα χέρια του Θεού, ξανά η προσμονή.
Σιγά – σιγά αυτό πήγαινε-έλα απ' τη ζωή στο θάνατο μου εξασθένισε τη μνήμη. Δε θυμόμουν σχεδόν τίποτε. Ούτε τι φαγητό είχα στο δίσκο πριν από μισή ώρα. Πολύ περισσότερο τα άλλα. Τα παπούτσια και τα κορδόνια ήταν δυο ξένα σώματα για μένα. Άδικα πάσχιζα κάθε πρωί. Δεν είχα καν την υποψία πως τα δεύτερα συγκρατούσαν και σφίγγαν τα πρώτα. Τα έδενε κι αυτά η Αγνή. Πολλές φορές παρατηρούσα πως ξεχνιόταν σκυμμένη. Τα πόδια της ψηλά και ζεστά, ανέβαζαν τη ματιά μου ως πάνω στην κυλότα της κι εκεί σταματούσαν απορημένα και ανίκανα να συνεχίσουν, ούτε με τη φαντασία...
Ο κοντός γιατρός, με το στηθοσκόπιο, με κρυφοκοίταζε με απογοήτευση. Κι η μνήμη εξασθενούσε ολότελα. Κάποτε που θέλησα να κάνω και το σημείο του σταυρού μπλέχτηκαν τα χέρια μου και δέθηκαν σφιχτά. Ήρθε ο ψηλός γιατρός και τα ξέμπλεξε μ' επιτιμητικό ύφος. Κι η μητέρα μου έπλενε συνέχεια τα ρούχα μας. Πρέπει να κράτησε πολύ αυτή η μπουγάδα. Κάθε φορά που έλεγα να φύγω, με γυρνούσαν πίσω γιατί βρίσκονταν κι άλλα ρούχα για πλύσιμο κ' ύστερα στέγνωναν τα παλιά και βρώμιζαν τα καινούρια. Κόντευα να τρελαθώ. Η Αγνή είχε γίνει από καιρό δική μου. Ερχόταν τα βράδια και μου κρατούσε συντροφιά. Οι νοσοκόμες έχουν δική τους ψυχολογία. Βλέπουν τόσα κορμιά και πνεύματα βασανισμένα πάνω στα κρεβάτια που γίνονται σκληρές και τρυφερές μαζί. Έχουν περίεργο θάρρος και τα μάτια τους σε κάνουν να νιώθεις μια περίεργη ενοχή. Η ερωτική πράξη είναι μια φυγή και επιβεβαίωση της ύλης τους. Εγώ πάλι, που είχα ξεχάσει όλα τα χρώματα κι όλες τις μνήμες έσκυβα σαν εξερευνητής πάνω στη γη του κορμιού της.
Κόντευα ν' απελπιστώ για καλά όταν, ένα πρωινό, άκουσα καθαρά το κουδούνι να χτυπάει, γνώριμα, τρεις φορές. Σε λίγο ντυνόμουν τα ρούχα μου με ξέφρενες κινήσεις. Έσπαζα κουμπιά, έσχισα σε δυο μεριές τη γραβάτα κι έβαλα ανάποδα τα παπούτσια. Ο πατέρας ήταν επιτέλους δίπλα μου. Το κοστούμι του ήταν ένα περίφημο γκρίζο κοστούμι. Το ξεχώριζα καθαρά. Η λάμψη στα μάτια μου πρόδινε την επιστροφή των χρωμάτων. Ο Χρυσόστομος, όρθιος, περίμενε :
- Δεν πιστεύω απόψε να «μας» ανοίξεις πάλι την αγορά !...
- Χρυσόστομε, η αγορά έχει ορισμένες ώρες. Θα 'μουν ανόητος να παιδεύομαι έξω απ' αυτήν όταν είναι κλειστή. Πάντως θα σου στείλω μια καλή μπογιά για το μουστάκι σου. Άρχισε ν' ασπρίζει, καημένε !
Όταν μας άνοιξαν την πόρτα και με χτύπησε το ζεστό φως του ήλιου, η ελπίδα μου έγινε πραγματικότητα : τώρα, μπροστά μας, στη Διαγώνιο, έσμιγαν δυο πομπές. Σε ίσια γραμμή με μπλε γάντια και άσπρες μπλούζες προχωρούσαν κρατώντας περήφανα τη Σημαία τους οι μαθητές του Λυκείου. Απ' την εκκλησία πάλι έβγαιναν οι άλλοι...
- Πατέρα, βλέπω πάλι τα χρώματα. Τι όμορφη μέρα που είναι. Κοίτα τους παπάδες. Φορούν μαύρα. Το φέρετρο είναι δρύινο, είναι καφέ. Οι στολές των κοριτσιών είναι επιτέλους πράσινες...
Τώρα περνάει το σχολειό μου. Να ο «γέρος» ! Ε ! παιδιά... Κώστα, Πάτροκλε, Πάνο... με βλέπουν, αλλά φαίνεται δε θέλουν να χαλάσουν τη γραμμή... Έχω ένα κόμπο στο λαιμό. Νομίζω πως θα κλάψω απ' τη χαρά μου...
Τότε πρόσεξα πως ο πατέρας μου σιγότρεμε στηρίζοντάς με. Γύρισα και τον κοίταξα. Ένα ατσάλινο χέρι μου 'σφιγγε την καρδιά και λύγιζε τα γόνατά μου.
- Λευτέρη παιδί μου, πρέπει να μάθεις κάτι...που έγινε τελευταία... ένα βράδι απ' αυτά που έλειπες η θάλασσα φούσκωσε. Τα νερά, πιο αρμυρά από ποτέ, ανέβηκαν στη νέα παραλία. Η Ελένη εκείνο το βράδι έκανε μόνη της ένα περίπατο στις άσπρες πλάκες. Όταν είδε τα νερά να ανεβαίνουν τρόμαξε και ξάπλωσε πάνω στο κρύο τσιμέντο. Σε φώναξε με τα' όνομά σου, ώρα πολλή, μες στην νύχτα. Ύστερα άρχισε να πετάει τα ρούχα της ένα-ένα. Πρώτος ήρθε ένας έφεδρος Ανθυπολοχαγός. Φορούσε τη στολή του, και τα άστρα καθώς κουνιόταν επάνω της, της μάτωναν τους ώμους. Όταν τέλειωσαν εκείνη δεν μπορούσε να σηκωθεί. Άνοιξε τα χέρια της διάπλατα και κοίταζε την πόλη ανάσκελα, παραδομένη. Τα κάστρα μοιάζαν μετεωρίτες και το ραντάρ στο Χορτιάτη, ψηλά, την τρόμαζε με τη λευκή του παρουσία. Τα κύματα όλο κι ανέβαιναν. Μια μυρωδιά ιώδιου κι αρμύρας έμπαινε στα ρουθούνια της. O Όλυμπος κρύβονταν πίσω απ' τον όγκο των κυμάτων. Τότε ήρθαν κι άλλοι...Οι κουτσοί εφημεριδοπώλες κι οι τυφλοί λαχειοπώλες του «Πρακτορείου», που ξενυχτούσαν εκείνη την ώρα στο Ντορέ. Όλοι γδύνονταν βιαστικά πάνω απ' το γυμνό, βασανισμένο κορμί της. Κι εκείνος ο νευρωτικός, ημιπαράλυτος, που γυρίζει αργά στους δρόμους και καταλήγει στον «Γκιγκιλίνη» να φάει γιαούρτι ή πλαταρόσουπα. Οι φωνές τους πνίγονταν μες στη φοβερή άμπωτη...
- Κατόπι πατέρα ;
- Μετά ήρθε η θάλασσα. Το νερό έμπαινε από παντού μέσα της. Το πρωί, όταν τη βρήκαμε, η κοιλιά της ήταν πρησμένη. Ανάμεσα στα σκέλια δεν υπήρχε πια τίποτε. Μόνο αλάτι. Στα χείλια κρέμονταν οι τελευταίοι αφροί της αγωνίας της.
- Ώστε τέλειωσε;
- Ναι.... Η παραλία μας ήταν όμορφη φωτισμένη απ' τον ήλιο, που μόλις είχε σηκωθεί. Πέρα, ο Όλυμπος έκλεινε πάλι φυσιολογικά τον κόλπο μας. Τα κύματα έμοιαζαν ανεύθυνα. Πρώτα πέρασε ένας γυναικολόγος. «Είναι νεκρή» είπε. Αργότερα, ένας παιδίατρος που έκανε την πρωινή του βόλτα, πλησίασε και μίλησε βραχνά, χωρίς νεύρο : «Είναι πνιγμένο». «Ζωντανή... Είναι ζωντανή» τραύλιζε η μητέρα της και τα χθεσινοβραδινά της φτιασίδια σμίγανε με τα δάκρυα σε μαύρο, μωβ και κόκκινο κλάμα. «Καλύτερα να πέθαινε ο γιός σου», μου είπε με μίσος «αυτός, που ό,τι πιάσει στα χέρια του το σκοτώνει. Να πέθαινε ο καταραμένος!»
- Μα πατέρα... πέθανα. Όλες αυτές τις μέρες πέθαινα κι από λίγο. Όταν όμως έμαθα πως η μητέρα είχε τελειώσει την πλύση κι όλα τα ρούχα μας έγιναν πάλι καθαρά, είπα να γυρίσω πίσω, να τα ξαναφορέσω.
Η επιστροφή μου άρχισε μ' ένα ζεστό μπάνιο, ενώ έξω, στη σάλα, μαζεύονταν από ώρα συγγενείς και φίλοι να με δουν, ή να μ' αγγίσουν. Φόρεσα ό,τι πιο πολύ επιθύμησα, διαλέγοντας από τα καθαρά μας ρούχα και έφυγα, ίσια στην οδό Μητροπόλεως. Εκεί σ' ένα υπόγειο, μέσα σε μια αρωματισμένη βαριά ζέστη, έμεινα πολλή ώρα στο ίδιο κρεβάτι με τη Μόλλυ. Ήταν μεγάλη και άσχημη. Σε μερικά σπίτια θα 'χαν αρχίσει κιόλας να στολίζουν τα δέντρα με κεριά και δώρα περιμένοντας τη γέννηση του Χριστού. Γύρω από μας, όσο προχωρούσε η νύχτα, μαζεύονταν τα σκυλιά της Μόλλυς και μας κοιτούσαν άβουλα και περίεργα, απαράλλαχτα όπως κι οι ίδιοι προσέχαμε τα είδωλά μας στους καθρέφτες που κύκλωναν το κρεβάτι.
Τ' άλλο μεσημέρι, όταν ξύπνησα ξεκούραστος στο κρεβάτι μου, κοίταξα απ' το παράθυρο το δρόμο : πίσω απ' τα κασελάκια τους οι λούστροι βουρτσίζαν σκυφτοί. Από πάνω τους, μόνο μ' ένα δίφραγκο, φορώντας τα γιορτινά, διαβάζαν μ' ευδαιμονία την πρωινή εφημερίδα οι συμπολίτες. Στη στάση δυο υπηρέτριες, στολισμένες, περίμεναν το λεωφορείο. Ήταν λοιπόν Κυριακή. Μπρος στα μάτια μου ήρθε το ανέκφραστο πρόσωπο του Χρυσόστομου. Θυμήθηκα την μπογιά για το μουστάκι του. Θυμήθηκα το ψωμί και το κρασί που λείπαν απ' το σπίτι μας. Τόσες ανάγκες τόσων ανθρώπων. Η αγορά είχε κατεβασμένα τα ρολά της. Στις έρημες στοές της κυκλοφορούσαν αδέσποτες πέντ' έξι γάτες. Κάποτ' αρπάχτηκαν και ξεσκίζονταν έξω από το κρεοπωλείο. Οι φωνές τους σμίγαν παράξενα με του λαχειοπώλη ουρλιάζοντας τώρα πως «αύριο κληρώνονται».
Έτσι, η Κυριακή, άλλη μια φορά, αφού έκλεισε την αγορά και πέρασε απ' τους έρημους δρόμους στάθηκε πάνω στο Καυταντζόγλειο στάδιο. Ο χρόνος εφάρμοσε συμμετρικά πάνω στο χώρο. «Η εφημερίς Δράσις, μέσω του διαφημιστικού γραφείου «Πρώτη» σας μεταδίδει τις συνθέσεις των ομάδων....». Μυρμήγκιασε το μάρμαρο και το τσιμέντο από ανθρώπους. Σάντουιτς, τυρόπιτες, πορτοκαλάδες εξαφανίζονται μέσα σε πενήντα χιλιάδες στομάχια. Πάνω στο πράσινο ταπέτο ο διαιτητής ετοιμάζεται να σφυρίξει. Πλάι μου, ο Δημήτρης τρέμει απ' την αδημονία. Σκέπτομαι πόσο γρήγορα θα γίνουν οι φάσεις, πόσο γρήγορα θα μπούνε τα γκολ, θ' αδειάσει το στάδιο. Όλα θα γίνουν μνήμη. Ίσως ούτε αυτή. Πόσο μάταιη και τραγική είναι η αδημονία του φίλου μου. «Ο Κωνσταντινίδης παίρνει την μπάλα απ' το Δεμίρη, μπαίνει γρήγορος μες στην περιοχή του Παναθηναϊκού. Τον μαρκάρουν. Αυτός όμως προχωρεί...σουτάρει δυνατά. ΓΚΟΟΟΛ ! ».
Είναι μόλις το 17ο λεπτό. Τα μάτια μου στρέφονται στο μεγάλο ρολόι του σταδίου. Είναι ένα τεράστιο στηθοσκόπιο. Απορροφά τις αναπνοές μας σα ρουφήχτρα. Παίρνει τον παλμό μας. Είμαστε όλοι στο πόδι. Ουρλιάζουμε ζωντανοί και χειροκροτούμε. Λες και δεν μπορεί να χωρέσει όλη τη ζωντάνια μας. θα σπάσει τώρα – εδώ, στην πρώτη χαρούμενη διάγνωση, στο πρώτο γκολ.