Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
«ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» - 2006
Θέμη Λιβεριάδη : «Η κηδεία του εγώ». ( εκδόσεις Ταίναρον )
Ο Θέμης Λιβεριάδης, ένας από τους σημαντικότερους τεχνίτες της ποίησης που ανέδειξε η Θεσσαλονίκη, εξέδωσε πρόσφατα μια λιτή συλλογή που φανερώνει πως η ποιητική δύναμη μπορεί να ξαναδώσει στη σκληρή και γυμνή ματαιότητα των πραγμάτων τη μουσική που κάποτε χάθηκε μα εξακολουθεί να ζει μυστικά στο κύτταρό μας. Δεν είναι συνήθης αυτή η συντυχιά. Ελάχιστες είναι οι ποιητικές συλλογές που εκδίδονται σήμερα και αποκαθιστούν αυτή τη σχέση, που μπορούν να ανακαλούν την αρμονία που τυραννά τη μυστική μας μνήμη. Δεν είναι εύκολο να παίζεις ελαφρά τη καρδία στην τραγική φάρσα της ζωής και να τολμάς την «Κηδεία του εγώ» (τίτλος της συλλογής) ενθυμούμενος πως κηδεία σημαίνει μέριμνα και φροντίδα – κάτι που ξεχάσαμε εδώ και καιρό. Ο Λιβεριάδης θυμάται (Εκείνη που «πέθανε τυφλή στον πόλεμο» μη θέλοντας να δει τους νικητές) γιατί γνωρίζει τη νίκη στην οποία μονάχα οι ηττημένοι μπορούν να φτάσουν. Μπορεί να τρέχει χωρίς ζώνη γιατί γνωρίζει ότι «η αλήθεια έχει την ομορφιά της βίαιης διάψευσής της».
Κατέχει ένα σπάνιο χάρισμα, γνώρισμα αυθεντικού δημιουργού : να φιλοτεχνεί εικόνες και χρώματα χωρίς να προσφεύγει σε λυρικά μέσα, να γεννά αισθήματα χωρίς να καταφεύγει σε αισθηματισμούς. Υπερρεαλισμός με ύφος απόλυτα προσωπικό , φτάνει στον προορισμό του με πτήσεις χαμένες και ιατρικά περιστατικά, όνειρα θαλάμων και σπίτια ματωμένα, τραπεζάκια καφενείων και πατρικές αναμνήσεις : «Φωλιάζουν χρόνια στη ντουλάπα – φίδια με χρώματα ωραία – οι γυναίκες τα βλέπουν σαν γραβάτες-και απορούν γιατί δεν τις φορώ» (Δηλωσίες).
Δεν έχει αυταπάτες για θεατές. «Στο φως ο πόνος δυναμώνει» (Από δω και μπρος). Προτιμά να μας χαρίζει έξοχα ποιήματα που θα λάμπουν για πάντα στο σώμα της νεοελληνικής ποίησης που σβήνει πια μέρα με την ημέρα. «Ένα βράδυ του πενήντα» επιλέγουμε ως ένα τέτοιο λαμπρό δείγμα :
Σήμερα είπαν έχουμε γιορτή.
Εγώ είμαι δεν είμαι
Δώδεκα χρονώ
Κι αυτοί να ξεσκονίζουν
Σπίτι και αισθήματα
Τα χέρια της μητέρας ματωμένα
Στρώθηκαν τα καλά τραπεζομάνδηλα
Κρυστάλλινα ποτήρια
Με το κρασί μπορεί να τραγουδήσουνε
Η Μαρίκα θα παίξει πιάνο
Κι ο θείος Βάνιας
Θα πιει και ίσως πει
Τα μαύρα μάτια.
Τελευταία στιγμή
Μπήκε απρόσμενα ο Όμηρος
Με τ' άλογο και τη στολή της Αλβανίας
Τα πέταλα γλιστρούσαν στο παρκέ
Και στα καπούλια του η Διπλαράκου
Με δωρική χλαμύδα
Άστραψαν τα μπούτια της
Στα λιγωμένα μάτια του παππού.
Η Έλλη έβαλε τα κλάματα
Χάραξε το πάτωμα
Χάλασε η γιορτή.
Καθώς ζούμε πια σε χρόνο που όλοι και όλα έχουν διακομισθεί, εν κενώ νοήματος, καθώς εμείς φεύγουμε πάνω σε ράγες ενώ η ζωή επιμένει στην άσφαλτο (σ' αυτή την στοιχειωμένη διαδρομή Θεσσαλονίκη-Αθήνα που όσοι με ένταση τη δοκίμασαν επί ικανό διάστημα μπορούν να καυχιούνται ότι έλαβαν σοβαρότατο πνευματικό τίτλο) δεν μένει παρά η αφαιρετική (;) καταχώρηση και το ξύπνημα τα χαράματα για να προλάβουμε, όπως ο ποιητής, «την Ανατολή του Μάταιου». Κι άλλοτε πάλι, με το χάρισμα να πίνουμε σιωπηλοί (χωρίς λέξη για έρωτες, χρήματα και υγεία) μπορούμε να ανακαλύπτουμε λεπτές αισθήσεις που η ποίηση του Λιβεριάδη διασώζει, πολύτιμες για τη βόρεια δροσιά τους, χάδι σκληρό αλλά τέλος πάντων χάδι στο πυρωμένο μέτωπό μας, στην οριστική (καταπώς φαίνεται) ανομβρία της τέχνης και της ζωής της σημερινής Ελλάδας.