Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Περιοδικό «Εντευκτήριο» τεύχος 87/2009
Θέμη Λιβεριάδη : Η Ελευθερία πλαγιάζει σε μαύρο γραφείο
ΤΟ ΦΩΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΣΑΝ ΤΟ ΦΙΔΙ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕΙ
ή
ΑΚΟΥΜΠΩΝΤΑΣ ΑΝΑΛΑΦΡΑ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ ΤΟΥ ΣΑΡΤΡ
Μετά τα αυτοβιογραφικά βιβλία του «Ο Θάνατος του ζώου» - Ι και ΙΙ, και αφού παρακολούθησε συντετριμμένος την «Κηδεία του Εγώ», ο Θέμης Λιβεριάδης ( παλαιός συμπολεμιστής και συνυπόδικος της δεκαετίας του '70 ) συνάρμωσε τους στοχασμούς και τις εκλάμψεις του υπό μορφήν παγωμένων ονείρων σε οικονομική συσκευασία.
Ή, για να το πω αλλιώς, καταφεύγει κάθε τόσο στην ποίηση ως αποθέτη ονείρων, ποίηση που θα μπορούσε επίσης να οριστεί ως κωδικοποίηση ή παρασημαντική του εφιάλτη. Ενός εφιάλτη που ξεκινά σαν ήπιο ρεύμα, σαν απαλός κυματισμός μιας απλής παρατήρησης και καταλήγει σε κυκλώνες απροσδόκητων λεκτικών κλυδωνισμών.
Ξεκινώντας από τα γραφειοκρατικά και τον τίτλο όπου «Η Ελευθερία πλαγιάζει σε μαύρο γραφείο» (στίχο ποιήματος του '94) προσγειωνόμαστε στο τέλος του βιβλίου όπου πάλι μια γραφειοκρατική ταραχή ξεπετάγεται από το ποίημα «Τα δόντια στο γραφείο». Έτσι το «γραφείο» ( έπιπλο και συνάμα τόπος γραφής, περισυλλογής, όσο και διεκπεραίωσης) αποτελεί ουσιώδες εργαλείο για να ξεκλειδώσει κανείς ένα βιβλίο επεξεργασμένο επί χρόνια σε διάφορα στρώματα, με πολλαπλά συρτάρια.
Η σύνθεση, τώρα, του βιβλίου αποκαλύπτει έναν σχετικά ευδιάκριτο ιστό που σχηματίζει η συνάφεια επί μέρους θεμάτων από ποίημα σε ποίημα.
Εξηγούμαι :Το ποίημα «Νεοσύλλεκτος» λ.χ. ξεκινά με την κηδεία ενός «κοντού ψυχίατρου με στηθοσκόπιο» τον οποίο θα ξανασυναντήσουμε μερικά ποιήματα παρακάτω να κρατάει νυστέρι. Αλλά μιλούσαμε για την κηδεία. Στο αμέσως επόμενο ποίημα («Η άρνηση», τίτλος που συνειρμικά μας παραπέμπει στον πρώιμο Σεφέρη) υπάρχει πάλι κάποιος ετοιμοθάνατος κι ένας ακόμα γιατρός (άγνωστης ειδικότητας αυτή τη φορά). Το νήμα των εναλλασσόμενων μοτίβων που επικοινωνούν από ποίημα σε ποίημα διατηρείται σ' ολόκληρο το βιβλίο με ποικίλα θέματα.
Τα παίρνω στη σειρά και φτάνω στο «Ξημέρωμα» έναν καθαρόαιμο εφιάλτη μιας ακαθόριστης αγέλης που πολιορκεί ασφυκτικά τον αφηγητή σ' έναν έρημο κεντρικό δρόμο. Μαζί κι ένα απειλητικό σκυλί που «μύριζε μανιασμένο το φόβο μου» (το ίδιο ίσως σκυλί που στο τέλος του βιβλίου έσπασε τη ράχη της γάτας αφού και πάλι «μύρισε το φόβο» του και του βύθισε τα δόντια...
Ο Θέμης Λ. συνοψίζοντας, κάποια στιγμή, σκέφτεται με έπαρση ότι «έζησα καλύτερα από ένα σκύλο». Είναι ίσως πάλι «ο σκύλος που παρατηρεί
επίμονα» τη «Σχετικότητα», ή το ίδιο «μαύρο σκυλί» με τα «σουβλερά δόντια» «που τάχα φύλαγε κοπάδι» στο οποίο θα καταλήξει το «Ξημερώνει» και η εσωτερική του «Αποκάλυψη», χωρίς να αποκλείεται και ο σκύλος που «παρατηρεί επίμονα» ενώ το αμέσως επόμενο ποίημα αρχίζει με τη δήλωση ενός άλλου ζώου ( ενός αλόγου από τα πολλά – αυτή τη φορά) ότι «κράτησα με τα δόντια»...
Παρόμοιες σκηνές : ένστικτα, βία, μνήμες, σωματικές εκκρίσεις, αναμειγνύονται σε μια εγκαυστική πανικού. Μια μποτίλια στο αγριεμένο
πέλαγο των αβέβαιων αισθημάτων.
Κάπου εδώ πρωτοεμφανίζεται η εικόνα του Πατέρα η οποία (άλλοτε με πεζό Πι κι άλλοτε με κεφαλαίο, γεννήτωρ ή Παντοκράτορας) κυριαρχεί εμβληματικά σ' ολόκληρο το βιβλίο – όπως θα δούμε παρακάτω. Εδώ, η μορφή του κλείνει την αφήγηση γεμίζοντας το περίστροφο για να πυροβολήσει το παρηκμασμένο ζώο που μπορεί κάλλιστα να ταυτιστεί συνειρμικά με το ένοικο του μνήματος που « ενθάδε κείται» - στο αμέσως επόμενο ποίημα.
Θα επανέλθουμε στα μοτίβα ροής αφού μεσολαβήσει μια χορεία ιδιοπαθών γυναικών που υλοποιούν βασικές ιδεοληψίες. Ανάμεσα σ' αυτές είναι η Ζωή (στο τελειωμένο έργο της οποίας πέφτει αυλαία, αλλά και η Άλλη Ζωή – που του έδωσε ένα ποδήλατο στο κωνσταντινουπολίτικης σκηνογραφίας ποίημα «Διάπορος»), είναι η Αλήθεια που στέκεται μπροστά του γυμνή σε βαθμό που να του προκαλέσει διέγερση, η Ελευθερία που είδαμε ήδη στον τίτλο να πλαγιάζει δίκην ιδιαιτέρας γραμματέως σε μαύρο γραφείο, η Κλειώ, η μούσα με τις επίλεκτες γάμπες αυτοπροσώπως και κάμποσες άλλες, ανάμεσα στις οποίες κι εκείνη η ξενέρωτη που, αφού τακτοποίησε το γραφείο, τη βρήκε να διαβάζει μισόγυμνη Αστερίξ στο κρεβάτι, μέχρι αυτήν που «τα τελευταία χρόνια γδύνονταν μόνο στο γιατρό», την Αγάπη που γδύνεται «πίσω από κλειδωμένη πόρτα» ή «ντύνεται Βασίλισσα», αλλά κι εκείνη την αφηρημένη «γυναίκα» που αξίζει ακόμα και στον τελευταίο άθλιο γραφειοκράτη.
Μόνο η ελληνική Δικαιοσύνη παραλείπεται, αλλά, αυτηνής της έχουμε όλοι (ως γνωστόν) τυφλή εμπιστοσύνη...
Ακολουθεί το ποίημα «Μέσα στον υδράργυρο», όπου υδράργυρος στο ιδιόγλωσσο του Θέμη Λ. είναι μια μετωνυμία του καθρέφτη, όχι τόσο ως mirror (εν εσόπτρω, που θα έλεγαν οι κεκαυμένοι του θείου φωσφόρου) αλλά περισσότερο ως looking glass (το γυαλί της αντανάκλασης του Λιούις Κάρολ), ενώ ο αμιγής «καθρέφτης» θα εμφανιστεί μπροστά στο νεκρικό στόμα του λιτού ποιήματος «Υπνοθεραπεία». Εδώ, μέσα στον καθρέφτη, περιγράφεται μια σκηνή λουτρού με αχνούς, σαπουνάδες, μοναξιά και φόβο κακοφορμισμένου ονείρου, που κατάγεται τόσο από την ψυχοπαθολογία του Χίτσκοκ όσο και από την επικείμενη δολοφονία του Αγαμέμνονα στο λουτρό της τραγωδίας του.
Και να ο Πατέρας που ξαναέρχεται τελετουργικά, όπως θα επανέλθει προς το τέλος του βιβλίου ανάμεσα στους «Δηλωσίες» πλυμένος, ξυρισμένος, μέσα από τον καθρέφτη πάλι, να υποκύψει ως νέος Αγαμέμνων – αξιοσέβαστος Διευθυντής, ξανά στο σπαθί του Αίγισθου : του κυρίαρχου δηλαδή ιδεολογήματος που σε υποχρεώνει να ομολογήσεις και πάλι πανηγυρικά την ήττα σου στον Άη Στράτη, στον I Phone ή στον Άει Πνίξου...
Κεφάλια δίχως σώμα όπως τη γάτα του Τσεσάιρ ακολουθούν μες στον καθρέφτη τον Πατέρα, κεφάλια που ίσως «περιμένουν να βγω απ' τους ατμούς» για να μιλήσουν και πλημμυρίζουν το επόμενο ποίημα κάτω από μια ομπρέλα που, στο χέρι μιας αδιευκρίνιστης ελιοτικής σκιάς, σ' ακολουθεί διαχέοντας αινίγματα....
Και πάλι μπαίνει η γυναίκα ολόγυμνη στη σκηνή του υγρού ποιητικού τοπίου, όπως και στο επόμενο ( με σκηνογραφία του Πλαταμώνα αυτή τη φορά) όπου «γδύνεται μόνη η μητέρα», η γυναίκα που ξαπλώνει τώρα (όχι στο μαύρο γραφείο) αλλά στην πλατεία, μπροστά στο διοικητήριο της Δράμας, η μαρμάρινη πλωτή ξεμαλλιασμένη γοργόνα της ξηράς ενώ ο γνωστός μας (αγαλματοβάτης !) ψυχίατρος ετοιμάζεται να τη λοβοτομήσει και ο Θέμης Λ. επικαλείται με τη σειρά του τον Αλέξη Ασλάνογλου να φωνάξει το νεκρό ποιητικό ήρωά του, τον Μύρωνα («που τώρα» πια «είναι φαλακρός») μήπως και καταφέρουν μαζί να τη γλιτώσουν. Αλλά ξαφνικά (για ν' αλλάξουμε κλίμα) μέσα στο βιβλίο έχει ενσκύψει ένα είδος επιδημίας τριχόπτωσης : Ενώ στο αμέσως προηγούμενο ποίημα ο Γιάννης είναι επίσης φαλακρός, ο αναγνώστης, λίγο παρακάτω, με τρόμο συναριθμεί μέσα στο εκκλησίασμα δυό ακόμα «φαλακρούς που ακτινοβολούν χωρίς το φωτοστέφανο». Έσω φαλάκρας εγκώμιον !
Στο πλαταμώνιο ποίημα αρχίζει η πυκνή παρουσία της ιδιόμορφης πανίδας του, τόσο με την νυχτερίδα (τον «ποντικό της νύχτας που πετά με τις μεμβράνες»), τα ναρκισσευόμενα παγόνια που ωσονούπω «θα μας ξυπνήσουν», τα άλογα, τα γατιά (μεταξύ των οποίων διακρίνεται και ένα «συμμετρικό», τις πυγολαμπίδες, το Λύκο για τον οποίο όλο και κάτι θέλουν να μάθουν τα παιδιά, όσο και με τα φίδια που σούρνονται στα φυλλώματα, ή «φωλιάζουν χρόνια στη ντουλάπα / φίδια με χρώματα ωραία / (και τα οποία) οι γυναίκες τα βλέπουν σαν γραβάτες / και απορούν γιατί δεν τις φορώ», (σα φίδι που κρυώνει κινείται και το φως, κι αξίζει να προσέξει κανείς την «περίεργη» χρήση του φωτός στα ποιήματα αυτά...). Δεν θα παραλείψω ακόμα και τις κατσαρίδες του ποιήματος «Η σχετικότητα της θεωρίας», όπου τρέμει στην σκέψη ότι «κάποτε / αυτές μονάχα θα περιδιαβάζουν τα γραπτά μας» :
( Θέμη, μην τρέμεις – το ότι οι κατσαρίδες θα είναι τα μόνα όντα που μπορούν να επιβιώσουν από πυρηνικό όλεθρο είναι ένας ακόμα αστικός μύθος. Αν θες να ξέρεις, η πραγματικότητα είναι μάλλον σχετική, όσο και το ποίημα, αφού είναι γεγονός ότι αντέχουν μεν ακτινοβολίες 20 φορές περισσότερο από τον άνθρωπο, αλλά η μεσογειακή μύγα αντέχει μέχρι 64 φορές περισσότερο κι ένα είδος σφήκας κοντά 200 (180.000 rad). Άρα οι μελλοντικοί αναγνώστες μας θα είναι μάλλον ιπτάμενοι, βουεροί και, κατά πάσα πιθανότητα αρθρόποδες, ενώ ο οιδιπόδειος μύθος θα μετακεντρωθεί από τη θηβαϊκή Σφίγγα των λογικών αινιγμάτων στην άτρωτη σφήκα με το φοβερό κεντρί της μνήμης.)
Υποσχέθηκα δυό νύξεις για τον Πατέρα : θα έλεγα πως είναι, εν τέλει, ο αόρατος πρωταγωνιστής του βιβλίου, όπως το φάντασμα στο μυαλό του Άμλετ, όπως το φάντασμα της Ελευθερίας στο μαύρο γραφείο. Ο επιθανάτιος ρόγχος του ακούγεται στο ποίημα «Filing». Είναι αυτός που καλείται να τον διδάξει τα δικαιώματά του στη «Μετάληψη». Είναι η μορφή που εμφανίζεται στη γέφυρα του πλοίου κάπου στο Βόσπορο. Αυτός που ενδίδει και υπογράφει τη δήλωση μετανοίας. Εκείνος που το αίμα του μυρίζει ιδιόμορφα στο παράξενο ποίημα «Καρναβάλι του '90». Ο πατέρας-Θάνατος που δουλεύει «σε σταύλο μακρινό» και «λυτρώνει τα πληγωμένα άλογα» εκτελώντας τα σ' ένα «Ερωτικό» έγκαυμα. Εκείνος που καπνίζει μέσα στον τοίχο «και φυσάει τον καπνό στο ποίημα». Ο Οιδίποδας, τέλος, («την έβδομη νύχτα») με την τυφλή πίστη στις δυό του θυγατέρες : «τη γυμνή του κόρη / που σκύβει στα σκέλια της» και «χώνει βαθειά τη γλώσσα / μέσα στις σάλπιγγες // της παιδικής σου παρέλασης»}, ή την «πρωτότοκη κόρη» του αμέσως επόμενου ποιήματος που «ήρθε στον ύπνο / - / τυλιγμένη σε φύλλα».
Αλλά και η μητέρα εμφανίζεται, εδώ κι εκεί, σε διαρκή αποδρομή, σκιώδης, σκιερή, φορτισμένη μονάχα με λύπη.
Κλείνω μ' ένα μικρό, «ασημένιο» της ποίημα :
ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΓΕΜΑΤΟ
Άνοιξε το στόμα
άνοιξέ το επιτέλους
μάσα και κατάπινε
μάσα και κατάπινε
μη φτύσεις
έτσι μπράβο
Να μεγαλώσεις
να γίνεις ποιητής
τόοοσο ψηλός
όσο φτωχός και να γεράσεις
να έρθει από πάνω σου το κοριτσάκι
Τινάξου από τα χώματα
θα σου πετάξει
το μαύρο τριαντάφυλλο
με τα δεκαεπτά του φύλλα
Κατάπινε !