Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Περιοδικό «Εντευκτήριο (τεύχος 12 - 1990)
ΜΕ ΧΕΡΙ ΣΤΑΘΕΡΟ
Θέμη Λιβεριάδη : Ο Θάνατος του ζώου, 1958-1988
( Εκδόσεις «Εξάντας»- Αθήνα 1989 )
Τυπικά – η χρονολογική ένδειξη που συνοδεύει τον τίτλο δεν αφήνει καμιά αμφιβολία περί τούτου – το βιβλίο του Θέμη Λιβεριάδη είναι μια έκδοση απολογιστική : ποιήματα γραμμένα κατά το διάστημα μιας τριακονταετίας και, φαντάζομαι, επιλεγμένα από ένα εκτενέστερο υλικό που συγκεντρώθηκε μέσα στα ίδια χρόνια. Επί της ουσίας, ωστόσο, Ο θάνατος του ζώου έχει ενιαίο χαρακτήρα και συμπαγή δομή. Το πράγμα δεν είναι καθόλου αυτονόητο όπως εύκολα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Διότι δεν αναφέρομαι στην, κατά κάποιο τρόπο φυσική, διαδοχή συγγενικών θεμάτων και στυλ που λίγο ως πολύ διακρίνουμε σε όλους τους δημιουργικούς απολογισμούς, αλλά σε ένα είδος αυστηρά πειθαρχημένης εκφραστικής και θεματολογικής συνοχής η οποία κατά προτίμησιν απαντά στα έργα-μονάδες.
Δεν ξέρω πως ακριβώς συνέβη αυτό, εικάζω, όμως, ότι είναι προϊόν κάποιας έμμονης ιδέας του Λιβεριάδη τόσο με την τεχνική όσο και με το είδωλο του κόσμου που σχηματίζεται στη συνείδησή του. Τα διάσπαρτα θραύσματα του εσωτερικού μονολόγου και η από σκοπού παρατακτική σύνδεση των στίχων αποτελούν τα εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία μιας, αν μπορώ να το πω έτσι, εικονοποιητικής στρατηγικής, που βασίζεται σε τρία κυρίως «σημεία» ερεθισμού : τα αστικά-λαϊκά τοπία, τους κλειστούς χώρους, όπου η ανθρώπινη παρουσία περιορίζεται στον ρόλο του υπομνηματισμού και τις ερωτικές παραστάσεις του σώματος που προσλαμβάνουν, σχεδόν πάντα, μεταφορική σημασία. Και τα τρία «σημεία» ανταποκρίνονται στην συναισθηματικά φορτισμένη κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, χωρίς, εντούτοις, να καταλήγουν στην προσωπική αισθηματολογία η σε κορώνες κοινωνικής καταγγελίας. Η ατομική ματαίωση, η μεταπολεμική πικρία για τη διάψευση δεκάδων ελπίδων ο καθημερινός – από πλήξη η από αδυναμία επιβίωσης σε ένα φύσει εχθρικό περιβάλλον –θάνατος, η βασανιστική ανάκληση των παιδικών χρόνων (και η συνακόλουθη με τους απαραίτητους συνειρμούς, προβολή τους στο παρόν), τα χαμένα λόγια με τους παλιούς φίλους αποκτούν δια μέσου του ειρωνικού (αποστασιοποιητικού) χειρισμού των εικόνων πραγματικό δραματικό χαρακτήρα και αναγνωρίσιμη (πειστική) υπόσταση :
. . .
τώρα
που τελειώνει ο τελευταίος καιρός
σκέπτομαι πως έζησα
καλύτερα από ένα σκύλο
και περισσότερο
(«Τον τελευταίο καιρό»)
Αλλά και όταν ο ομιλητής ταυτίζεται φανερά με τα γεγονότα που περιγράφει, το αποτέλεσμα είναι εξ ίσου ισχυρό, επειδή το «κέντρο» του δράματος αντί να προϋποθέτει τον ίδιο ως πρωταγωνιστή μετατοπίζεται ανεπαίσθητα σε ένα τρίτο, βοηθητικό πρόσωπο :
. . .
πάει καιρός που δεν ιδρώνει τη φανέλα
δεν είναι λέει πρωτάθλημα αυτό
δεν κατεβαίνει με του λιάνηδες
κι εμείς που ακουμπήσαμε εκατομμύρια σ' ελπίδες
ματώνει η ψυχούλα μας να τον μετράμε στην κερκίδα
( «Τομάζο Μπαλαμπάνης, ομογενής από το πουθενά» )
Με ανάλογη εξάρτυση υπό μάλης ο Λιβεριάδης υπερπηδά αρκετά εμπόδια, μένει ωστόσο, ανυπεράσπιστος έναντι της χρήσης κάποιων κυρίων ονομάτων ως συμβόλων : ορισμένα είναι πολύ προφανή, άλλα μοιάζουν κάπως δύσπεπτα από την άποψη της οικονομίας του ποιήματος το οποίο καλούνται να υπηρετήσουν και, το κυριότερο, να σημασιοδοτήσουν. Τιμητική εξαίρεση συνιστά το ανώνυμο σύμβολο του Πατέρα, που στις περισσότερες περιπτώσεις και δραματουργικά στέκει και σημασιολογική δύναμη μεγάλης εμβέλειας (στο ιστορικό, στο κοινωνικό και στο ψυχαναλυτικό πεδίο) επιδεικνύει.
Πιο γενικά, το είδαμε άλλωστε ήδη, ο «θάνατος του ζώου» διεκπεραιώνει επαρκώς τις προθέσεις του ποιητή και, ενδεχομένως, πηγαίνει και πέρα απ' αυτές : όπως λέγαμε και στην αρχή, είναι ένα βιβλίο που διασκεδάζει αμέσως την εντύπωση της ασφαλούς – με την εγγύηση του χρόνου – επιλογής και του μακάριου απολογισμού.
Τώρα μπορούμε, νομίζω, να πούμε κάτι παραπάνω : όχι μόνον δηλαδή ότι είναι γραμμένο με σταθερό χέρι, αλλά και ότι ξέρει να τραβάει τον αναγνώστη στον κόσμο όπου διακονεί ο δημιουργός του – προσόν που στις ημέρες μας δεν περισσεύει.