Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.

Με τον Διονύση Σαββόπουλο


  Θάνατος δεν υπάρχει ...

                                                                                                                                                                           Μία συνομιλία με τον Θέμη Λιβεριάδη *

 

Θ.Λ. Έχοντας νωπά κάποια βιώματα από την συναυλία, που έδωσες σαν μνημόσυνο για τον Δημήτρη Πανάγο, κάνω ακόμα διάφορες σκέψεις....Ο Μπάμπης, «χωρίς να έχει πιει» , είπε ότι ο θάνατος κάποτε ήταν αλλού, τώρα είναι εδώ.... Εσύ μας μετέδωσες από «έγκυρες πληροφορίες» πως δεν υπάρχει θάνατος, και καταχάρηκα που το άκουσα, όχι με τα αυτιά, αλλά με τα κόκκινα μάτια μου. Παρ' όλο που τα φαινόμενα απατούν, κατά βάση είμαστε, ο καθένας με τον τρόπο του, αισιόδοξα άτομα, ίσως γιατί «ονειρευόμαστε σαν τον Καραγκιόζη». Σκέπτομαι λοιπόν , γι αυτό που αποκαλούμε θάνατο....την παράκαμψή του, αν θέλεις την εξουδετέρωσή του, και όσο κι αν αυτό ακούγεται οξύμωρο, μέσα από τη γέννηση, τη δημιουργία και τούμπαλιν.... Είπες κάποτε πως από το ένα έργο σου στο άλλο μεσολαβεί ένας μικρός θάνατος, Τι κάνεις εσύ στο ενδιάμεσο σκοτάδι, ώσπου ν' ανοίξει πάλι η καταπακτή στο Φως ;
Δ.Σ. Η τέχνη είναι ο χώρος του απολύτου και μέσα στα πλαίσια αυτά μπορεί να είναι κανείς απόλυτος, Να λέει π.χ. θάνατος δεν υπάρχει, Έξω από την Τέχνη όμως, ομολογώ ότι έχω, πολύ συχνά, κάποιους δισταγμούς, κάποιες αμφιβολίες, Ο Ιωάννου προβληματίζονταν και έλεγε «Μα είναι δυνατόν να τελειώνουμε έτσι, σαν τα κατσικάκια και σαν τα προβατάκια? Δεν μπορεί....Κάτι θα υπάρχει». Ο Ντοστογιέφσκι πάλι, το έψαχνε παραπέρα :
οι περισσότεροι, κανονικά, είμαστε μάλλον για την κόλαση. Επειδή όμως, ο Θεός αγάπησε την απόγνωσή μας, γι αυτό τελικά θα πάμε στον παράδεισο. Εγώ, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, είναι γεγονός ότι ανάμεσα σε μια δουλειά μου και μια άλλη, μεσολαβεί ένα αρκετά μεγάλο διάστημα . Παλιότερα ήταν δύο χρόνια περίπου, εν συνεχεία έγινε τρία-τέσσερα, μια περίοδος, ας την πούμε αγρανάπαυσης, όπου κυριολεκτικά βυθίζομαι σε ένα είδος χειμερίας νάρκης. Τι έχω παρατηρήσει τώρα : όταν ήμουν μικρός, με βάζανε και κοιμόμουνα πολύ νωρίς. Όταν μεγάλωσα και πήγαινα σχολείο, εξακολουθούσαν να με βάζουν να κοιμάμαι νωρίς – την ίδια ώρα, μόνο που ξύπναγα πριν απ αυτούς. Δεν μπορούσα όμως να σηκωθώ από το κρεβάτι. Φαίνεται θα μου το είχαν επιβάλλει για να μην τους ανησυχώ.... Καθόμουνα λοιπόν, μικρό παιδί στο κρεβατάκι μέσα, και ο Χρόνος βάραινε. Έβλεπα τις σκιές να απλώνονται από τα παντζούρια και χωρίς να το καταλάβω, για να γεμίσει ο Χρόνος έφτιαχνα τραγουδάκια. Λοιπόν, γράφω τραγούδια για να γεμίζει ο Χρόνος, να μην είναι τόσο βαρύς, τόσο νεκρός, έως ότου ξυπνήσουν οι μεγάλοι, οι άλλοι και με αναλάβουνε....
Θ.Λ. Έρχομαι τώρα στο «τούμπαλιν», που είπα πριν, δηλαδή σε μια αναστροφή της έννοιας του θανάτου, θέλω να πω, όχι με την παθητική στάση της αναμονής, αλλά με το ενδεχόμενο να προκαλέσουμε εμείς κάποιο θάνατο, καμιά φορά άθελά μας. Που βρίσκονται, άραγε, τα όρια ενός φόνου ? Και θέλω να ρωτήσω : οι παρεπόμενες τύψεις η ενοχές, είτε σκοτώσουμε ένα κουνούπι, ή την ψυχή ενός (κοντινού μας) ανθρώπου, «πατσίζουνε» κάποια στιγμή με μια αντίστοιχη δημιουργία ? Δηλαδή, η γέννηση ενός έργου εμπεριέχει μέσα της την «εξόφληση» ενός τιμήματος?
Δ.Σ. Όχι, δεν πατσίζουν...Κατ' αρχήν, κανένας φόνος δεν δικαιολογείται, είτε μικρού, είτε μεγάλου όντος. Κι έχουμε να λογοδοτήσουμε σ' αυτό το πράμα. Αλλά το να χύνεις το αίμα σου, ή το αίμα του άλλου, δεν είναι τόσο φοβερό, όσο φαίνεται, όταν ξέρεις γιατί το κάνεις, όταν έχει δηλαδή συνείδηση, γιατί το χειρότερο πράμα που μπορεί να μας συμβεί είναι να σκοτωθούμε, ή να σκοτώσουμε, χωρίς να ξέρουμε γιατί και πώς έγινε αυτό. Προσφάτως, μου κόπηκαν τα γόνατα, όταν έμαθα ότι ο Κοεμτζής, βγαίνοντας από τη φυλακή, πήγε και χόρευε τη ζεϊμπεκιά στην πίστα του κέντρου. Ξεκίνησα από το βουνό που μένω, για να τον επισκεφθώ στο Αιγίνιο της Κατερίνης, κάπου 250 χιλιόμετρα μακριά, και στη διαδρομή ένιωθα ανήσυχος, τι θα συναντήσω....θα με καταλάβει ? Και δε σου κρύβω ότι σκεπτόμουν, μήπως είναι καλύτερα τέτοιου είδους άνθρωποι να μένουν στη φυλακή, κι εμείς να τους γράφουμε τραγούδια απλώς....
Θ.Λ. Τον βρήκες τελικά ;
Δ.Σ. Ναι, και ευτυχώς τα πράγματα πήγαν καλά. Του είπα : όπως παλιά, φυλαγόσουν από τους αστυνόμους, τώρα πρέπει να φυλάγεσαι από τους δημοσιογράφους. Αυτό ισχύει και για τον υπόκοσμο και για τους καλλιτέχνες, νομίζω. Πιστεύω πως το κατάλαβε...
Θ.Λ. Έχεις συνείδηση κάποιας αλλαγής, με τα χρόνια ? Σε σχετικά ώριμη ηλικία είπες «Πάω στον καθρέφτη το πρωί φια να πλυθώ και θαρρώ πως βλέπω τον εαυτό μου επτά χρονώ...» Υπάρχει ακόμα αυτή η αίσθηση ?
Δ.Σ. Τώρα βλέπω τον πατέρα μου.... Στα 33 μου χρόνια για πρώτη φορά, συνειδητοποίησα αυτό που αναφέρεις : ότι στον καθρέφτη του νιπτήρα βλέπω τον εαυτό μου επτά χρονώ. Προσοχή : μόνο στον καθρέφτη του νιπτήρα. Σε κανέναν άλλο καθρέφτη του σπιτιού δεν έβλεπα τον εαυτό μου επτά χρονώ....Αυτή μου η αίσθηση συνεχίστηκε μέχρι και τα σαράντα εννιά μου. Ξαφνικά, τα τελευταία δύο χρόνια, στον καθρέφτη του νιπτήρα, βλέπω τον πατέρα μου μεγάλο....ηλικιωμένο.
Θ.Λ. Τελικά αλλάζουμε...Κι όπως τραγούδησες «όμορφα παλιώνουμε». Θέλω να σου πω, από καιρό, κι εγώ κάτι : είναι κάποιοι μήνες που ανάβω ένα καντήλι και μέρα-νύχτα το συντηρώ : αλλάζω φυτίλι κλπ...Εγώ, που δεν υπήρξα ποτέ, αυτό που λένε θρήσκος. Δε ξέρω αν αυτό είναι πίστη. Βλέπω απλώς, πως το λάδι μας «σώνεται» πιο γρήγορα. Το χαίρομαι όμως. Είναι σα να 'χουμε στο σπίτι ένα ακόμα άτομο, έναν φιλοξενούμενο. Μπορεί όμως.... και να είναι ο άλλος μου εαυτός, που τον λαδώνω, τον γλυκαίνω κάπως, όταν τον πνίγει η απόγνωση ή η αηδία για τον πλαϊνό του. Είναι αυτό αμαρτία, Διονύση ;
Δ.Σ. Δεν είναι αμαρτία για κανέναν μας. Καταρχήν, σκεφτόμαστε καμιά φορά τον Θάνατο και λέμε ας ανάψουμε κανένα καντήλι καλού-κακού, δε ξέρεις τι γίνεται....Δηλαδή, όπως το λες και συ, περιθάλπεις τον ανασφαλή εαυτό σου. Τώρα, αν αυτός ο εαυτός αηδιάζει τους άλλους...εγώ φοβάμαι ότι κατ' ουσίαν, αυτοί οι άλλοι που αηδιάζουμε, είμαστε εμείς οι ίδιοι, ο εαυτός σου, που ταυτόχρονα τον περιθάλπεις όμως....
Θ.Λ. Το συνδέω, τώρα κάπως, με κάτι που απάντησες για το έργο σου, όταν «κουρεύτηκες» και πιο συγκεκριμένα για το τραγούδι «Κωλοέλληνες» που μερικοί δεν το κατάλαβαν, ή το παρερμηνεύσανε. Είχες πει, απ' όσο θυμάμαι «Κάτι που αγαπάς, θέλεις να το διορθώσεις, έχεις τρόπον τινά αυτό το δικαίωμα, κατά συνέπεια το μαλώνεις ή το βρίζεις...»
Δ.Σ. Έτσι νομίζω...
Θ.Λ. Όταν είπα προηγουμένως αμαρτία, εννοούσα πως είναι τελικά οδυνηρό να βλέπεις συχνά ορισμένους να συμπεριφέρονται, όπως είπε και ο Σεφέρης, σαν τις γάτες που τηγανίζουν ψάρια... Ένα είδος άμυνας θα ήτανε να μην «ανοιγόμαστε». Ο Μανόλης Αναγνωστάκης σιωπά εδώ και καιρό. Ο Χατζιδάκις μου είπε κάποτε «αντιπαθώ τους ανθρώπους, που στο πρόσωπό τους έχει αποτυπωθεί η ιστορία της ζωής τους»...Έχω, έχουμε όμως και σένα που επιμένεις «...Μα εμείς που είμαστε οι ίδιοι ποιητές πώς να κρυφτούμε ?» Ποια είναι η σωστότερη επιλογή σε ένα τέτοιο αδιέξοδο?
Δ.Σ. Ο Χατζιδάκης, νομίζω, το είπε λίγο προβοκατόρικα, κυρίως για τους ανθρώπους εκείνους, τους κάπως γκρινιάρηδες, κάπως κουλτουριάρηδες, που έχουν ένα μόνιμο ύφος ότι «όλοι τους φταίνε», πως όλοι δεν στάθηκαν εντάξει απέναντί τους και υπάρχει στο πρόσωπό τους μια απογοήτευση, ταυτόχρονα με μια φιλαρέσκεια. Υποτίθεται από την άλλη μεριά, ότι ο ποιητής έχει να ανασυνθέσει τον κόσμο και δια της γραφής να δώσει την συνείδηση, ας πούμε, της κοινωνίας. Τώρα, αν ο ποιητής θέλει να κρυφτεί και να μην το κάνει αυτό, εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση – δεν το θεωρώ κακό αυτό το πράμα :να κρυφτεί ο ποιητής. Το θέμα είναι : μπορεί να κρυφτεί? Πως μπορεί να κρυφτεί κάποιος που αισθάνεται την ανάγκη να ανασυνθέτει και να γράφει...Δηλαδή, πραγματικά, το να γράφει κανείς είναι κάτι βασανιστικό κι όσο περνάν τα χρόνια βασανιστικότερο, τουλάχιστο για την περίπτωσή μου. Προσπαθώ, στο εξομολογούμαι, να το αποφύγω. Διότι κάθε φορά που είμαι πια στη φάση να πιάσω να γράφω, αισθάνομαι λιγάκι καταπώς ετοιμάζει κανείς τις αλλαξιές του για το νοσοκομείο για να κάνει μία εγχείρηση. Δεν είναι ευχάριστο...Το γεγονός, όμως, ότι δεν μπορώ να το αποφύγω και ότι, έστω και συνεχώς πιο δύσκολα, κάθομαι πάλι και γράφω, είναι κατά βάθος κάτι το οποίο με χαροποιεί.
Θ.Λ. Μες στη δημιουργία υπάρχει μια συνάρτηση με τον μέσο δέκτη του έργου. Με τους συγγραφείς ή τους ζωγράφους νομίζω πως αυτή η σχέση κάπως αποδυναμώνεται . Σε μια περίπτωση όμως σαν τη δική σου, φαντάζομαι πως τα πράγματα παίρνουν μίαν άλλη δυναμική. Όποτε πρωτοπαρουσιάζεις ένα έργο, ή στις συναυλίες που δίνεις, έχεις τον δέκτη απέναντι σου, μυρίζεις την ανάσα του, ίσως και την σκέψη του...Εδώ, θα' θελα να διευκρινίσουμε κάτι. Όταν η αντίδραση είναι του τύπου «παίρνεις την Αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα..» αυτό σε ερεθίζει – θέλω να πω δημιουργικά? Η άρνηση ή η παρανόηση του έργου, σου βγαίνει γόνιμα, ας πούμε στην επόμενη ή μεθεπόμενη δουλειά σου?
Δ.Σ. Το κοινό δε μ' άφησε να πλήξω ποτέ...Τριάντα χρόνια το ψυχαγωγώ και δεν μ' έκανε να βαρεθώ μαζί του. Μπορεί να είναι ελκυστικό, μπορεί να είναι και εκνευριστικό, αλλά είναι πάντα απρόβλεπτο, πάντα φρέσκο, πάντα σαν καινούριο. Μπορεί να σε υψώνει στα ουράνια και άλλοτε να σε σαβουρντάει στο χώμα. Άλλες φορές είναι πίσω και ' συ πρέπει να το πείσεις, να το έλξεις, να το τραβήξεις...Άλλες φορές εκείνο είναι πιο μπροστά. Το '89, που είχα κάνει το «Κούρεμα», το κοινό ήτανε πιο μπροστά. Ασχέτως τι λέγανε διάφοροι ανεπαρκείς και ημιμαθείς. Εγώ φώναζα τότε να ψηφίσουμε Μητσοτάκη και Νέα Δημοκρατία γενικώς, για να μπει ένα φρένο στην τότε κατρακύλα, και όπως απεδείχθη το κοινό το είχε ήδη αποφασίσει αυτό το πράμα. Φάνηκε στις εκλογές. Ήτανε την στιγμή εκείνη, μια ελπίδα, που είχε η πλειοψηφία ας πούμε του Ελληνικού λαού. Άλλο αν μετά υπήρξε απογοητευτικός ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του. Εκείνη την στιγμή πάντως, ο κόσμος ήδη το είχε αποφασίσει αυτό. Κι ακούγοντας εμένα να φωνάζω, έλεγε από μέσα του : Καλά ντε...Σιγά. Εντάξει. Νέα Δημοκρατία θα ψηφίσουμε. Είναι ανάγκη να φωνάζεις, ανόητε? Δεν υπάρχει κανένας λόγος να είναι κανείς ενθουσιασμένος με μια τέτοια επιλογή. Άσε λοιπόν να το κάνουμε διακριτικά και ήσυχα...
Θ.Λ. Πώς σου βγήκε – τι σκεπτόσουν όταν έγραψες αρκετά νέος «Τα παιδιά που χάθηκαν»? Ξέρεις, το χω πει και σε μια συνέντευξη για σένα, αυτό το τραγούδι εγώ το ανακάλυψα, τρόπον τινά, πολύ μεγάλος, μετά από 25 χρόνια ακούσματα. Τόσα χρειάσθηκαν, για μένα τουλάχιστον, να καταλάβω τι είναι του Δράκου το πηγάδι, ή της στρίγγλας η σπηλιά, και ποιες φρουρές μας πιάσανε και μας κρατάν ακόμα...
Δ.Σ. Τα παιδιά που χάθηκαν είναι αυτοπροσωπογραφία την συγκεκριμένη εκείνη εποχή, 1968 μήνας Αύγουστος, ήμουνα 24 ετών, ζούσα στο Μιλάνο ολομόναχος κυριολεκτικά. Όχι μόνο γιατί η Άσπα είχε φύγει για λίγο στην Ελλάδα κι εγώ δεν μπόρεσα να κατέβω, γιατί δεν είχα διαβατήριο. Αλλά ήμουν ολομόναχος, η πόλη είχε αδειάσει εντελώς, λόγω των περίφημων καλοκαιρινών διακοπών. Περπάταγες ώρα, διέσχιζες μια ολόκληρη πόλη-άδεια για να βρεις, ας πούμε, ένα περίπτερο, και σ' όλη αυτή τη διαδρομή, έβλεπες έναν άνθρωπο να έρχεται από απέναντι, επίσης ολομόναχο. ΄Ημουνα κουρασμένος απ' όλη εκείνη τη χρονιά. είχα αρκετά προβλήματα...Και για μια στιγμή αισθάνθηκα μήπως το ' χα παραξηλώσει, γενικώς, στη ζωή μου, ότι βάδισα, δηλαδή, κάπως ακραία, πολύ τολμηρά και σκεφτόμουν πως μπαίνω ίσως σε μια φάση, όπου δε θα υπάρχει γυρισμός, μήπως δηλαδή χαθώ.... με την έννοια ότι θα μπερδευτώ τόσο πολύ, που θα περάσω σε μιαν άλλη διάσταση...Και φοβήθηκα. Είναι η πρώτη φορά που φοβήθηκα μη χαθώ...Με έκπληξη , είδα ότι είχε επιτυχία φέτο-γιατί είχα να το τραγουδήσω από τότε '68-'69 και έκτοτε δεν το 'χα ξαναπιάσει. Σ' αυτό το τραγούδι ίσως άνθρωποι, πολύ νεώτεροι από μένα, να συναντούν μια δικιά τους ανησυχία...Είναι ένα είδος, ας πούμε, παρωχημένου χιπισμού, κι αυτό απειλεί πιθανόν και στις μέρες μας μια μερίδα δικών μας παιδιών, γι αυτό θα πρέπει να προσέξουν καλύτερα το τραγουδάκι αυτό...Πέρασα από 'κει που είναι αυτοί τώρα, γι' αυτό ξέρω – όπως ξέρεις για ποιό πράμα μιλάω, και να προσέχουν....
Θ.Λ. Μέσα στο έργο κάθε καλλιτέχνη, ενυπάρχουν, και πολλές φορές και οι ίδιοι δεν το συνειδητοποιούν, ή πολύ αργότερα, κάποια κλειδιά ή σύμβολα. Θέλω να μου πεις : στο δικό σου έργο ποιά είναι η Γυναίκα, σε ποια μορφή αναφέρεσαι, ή πού παραπέμπει το «σχήμα» της.
Δ.Σ. Η γυναίκα είναι δοτική από τη φύση της και με τον τρόπο της, μας κάνει λίγο πιο φιλότιμους, μας κάνει λιγότερο εγωιστές... Αυτό είναι για μένα η γυναίκα. Μια γυναίκα μας γέννησε, μια γυναίκα αγαπήσαμε, κόρες έχουμε. Προσωπικά, πιστεύω, χωρίς τα κορίτσια μας θα' μασταν χάλια...
Θ.Λ. Εντάξει όλα αυτά...Παραπέρα όμως, διακρίνω σε σένα διαχρονικά κάποιες αντιστοιχίες. Βλέπω λοιπόν, στη γυναικεία μορφή του έργου σου την ίδια την Τέχνη. Σ' αυτήν πηγαίνεις, σ' αυτήν «χρωστάς», αυτή είναι η πρώτη σου σκέψη το πρωί, κι η τελευταία το βράδυ. Αυτήν κάποτε αποκαλείς κακιά κι όμως εσύ την αγαπάς...
Δ.Σ. Εγώ, επειδή είμαι μέσες-άκρες άνθρωπος αισθηματίας, δεν έχω πολύ μεγάλες ικανότητες αναλύσεως, γι αυτό δεν μπορώ να απαντήσω καθαρά σ' αυτό το πράμα που με ρωτάς...Καλό παράδειγμα, πάντως, τραγουδιού που, ενώ μιλάει για γυναίκα, εννοεί σαφώς την Τέχνη, κατά την γνώμη μου, είναι το πασίγνωστο τραγούδι του Τσιτσάνη «Η αρχόντισσα». Υποτίθεται πως είναι τραγούδι για μια γυναίκα, στην πραγματικότητα όμως – ξεκάθαρα είναι μια ωδή προς την Μούσα, προς την έμπνευση. Ίσως να μην το ' ξερε ούτε και ο ίδιος...
Θ.Λ. Σε ένα από τα τελευταία σου, στο «Πως με κατάντησε η άνοιξη αυτή»...Βλέπεις, Διονύση, εγώ επιμένω, λες «...μέσα στο αίμα περπατώ...» Ε, για μένα τουλάχιστο, δεν είναι κουβέντα που την λέμε για μια γυναίκα. Είναι το αίμα της ψυχής του καλλιτέχνη στο βωμό της Τέχνης.
Δ.Σ. Έχεις δίκιο...
Θ.Λ. Εδώ, τόπες μόνος σου για τον Τσιτσάνη, χωρίς να το έχεις ο ίδιος συνειδητοποιημένο, σου βγήκε κάτι που το παραπέμπει κάπου αλλού το όλο πράμα, την αγωνία αυτή...
Δ.Σ. Πράγματι...Υπάρχει, δηλαδή, ένα στοιχείο σεβντά μες στο τραγούδι...Και όπως ξέρεις, συνήθως οι σεβντάδες μιλάνε για κάτι περισσότερο από αυτό που λένε. Όλη η δερβίσικη ποίηση, το κάνει αυτό. Δεν ξέρω όμως, μετά βεβαιότητος, να σου απαντήσω...
Θ.Λ. Μπορείς να θυμηθείς κάποια εικόνα, μια ισχυρή μνήμη, ευχάριστη ή δυσάρεστη από τα παιδικά σου χρόνια στην πόλη μας? Κάτι που να σου έμεινε και να το φύλαξες από παλιά...
Δ.Σ. Στη πρώτη Γυμνασίου ήμουνα αδύναμος στα μαθηματικά. Γι αυτό, το καλοκαίρι που ακολούθησε, με στείλανε στα φροντιστήρια Τζημουρώτα, στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Εμείς μέναμε στην οδό Ζάννα. Καλοκαίρι του '57 λοιπόν ήταν, μου έδωσε η μητέρα μου μια-δυο δραχμές, το αντίτιμο του εισιτηρίου, να πάω με το λεωφορείο και να γυρίσω. Πρώτη φορά γινόταν αυτό : να κινούμαι με την συγκοινωνία μόνος μου. Μου άρεζε το κέντρο της πόλεως. Χάζευα... Υπήρχε ένα γαλάζιο φως το οποίο με τρέλαινε, κυρίως στο σημείο κοντά στο Λευκό Πύργο, όπως έρχεσαι από τη μεριά του θεάτρου των Μακεδονικών Σπουδών, για να περάσεις απέναντι. Εκεί ήτανε μια προτομή, το παρκάκι, και πίσω έβλεπες την προκυμαία, μέσα σε ένα γαλάζιο φως...Μια φορά λοιπόν, αποτόλμησα το εξής. Αντί να γυρίσω με το λεωφορείο, σκέφθηκα, να δώσω τα λεφτά στο σκοπευτήριο για να παίξω με 'κείνα τα καραγκιοζάκια...Κατευθύνθηκα μετά το σκοπευτήριο προς την στάση κοντά στην ψησταριά «Ο Βλάχος». Είχα κάτι στην τσέπη μου ακόμα, μια δραχμή-ξέρω 'γω... Κι απ' το λεωφορείο βλέπω να κατεβαίνει ένα τσιγγανάκι μικρό και σα χαμένο. Και λες και μένα γύρευε, πέφτει απάνω μου και «συγνώμη κύριε, εδώ είναι η Μάρκου Μπότσαρη?» «Όχι παιδάκι μου» του λέω, μικρό παιδί ήμουν και εγώ, αλλά αυτό, ακόμα μικρότερο. «Γιατί, τι συμβαίνει» το ρώτησα. «Πεθαίνει η μάνα μου, είμαστε στο Βαρδάρι και μ' έστειλε να φωνάξω το θείο μου τον Βουγιούκα...» Εγώ δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω : να του δώσω τη δραχμή να ξαναπάρει το λεωφορείο για να κατέβει στην Μπότσαρη? Κι αν δεν ήξερε και χανόταν? Καλύτερα λοιπόν να το πάω εγώ, αφού ούτως ή άλλως προς τα ' κει ήταν ο δρόμος μου. Ξεκίνησα να βαδίζω με το μικρό γυφτάκι το οποίο μου έλεγε την ιστορία του το καημένο. Όσο πλησιάζαμε προς την Αγία Τριάδα, άρχισα να έχω ένα πρόβλημα. Διάφοροι, από μαγαζιά γνωστά με βλέπανε, βγήκε, ας πούμε από το μαραγκούδικο, ο πατέρας ενός συμμαθητού μου (του Δρακόπουλου) «Γεια σου Διονυσάκι...κλπ» κι εγώ άρχισα να ντρέπομαι που έχω δίπλα μου ένα γυφτάκι-τι θα λέγανε.. Για κακή μου τύχη δε, στο ύψος της Μισραχή, βλέπω και με βλέπει, στο απέναντι πεζοδρόμιο, τον πατέρα μου και παγώνω. Με κοίταζε αυστηρά, ή τουλάχιστον μ' έκανε να νιώθω ότι με βλέπει σε αταξία εκείνη τη στιγμή. Δεν μου περνούσε απ 'το μυαλό τι θα μπορούσα να
εξηγήσω : γιατί είναι αυτό το παιδί μαζί μου, γιατί έρχομαι με τα πόδια, αντί με το λεωφορείο... Και τότε, έκανα το εξής αποτρόπαιο. Για να ξεμπερδέψω όσο γίνεται γρηγορότερα με το γυφτάκι, του λέω : Να η Μπότσαρη, και του δείχνω την...Μισραχή. Το στέλνω δηλαδή σε τελείως λάθος κατεύθυνση... Με πάει λοιπόν σπίτι ο πατέρας «να λογαριαστούμε» και μόλις φτάνουμε μου αστράφτει δυο χαστούκια, τα οποία για πρώτη φορά δεν προσπάθησα να τα αποφύγω. Κάθισα ηρωικά και τα έφαγα, αφού δεν μπορούσε να καταλάβει, ή δεν μπορούσα εγώ να του εξηγήσω. Εισέπραξα τα χαστούκια σαν ανικανότητά μου να εξηγήσω, αλλά και σαν τιμωρία μου, που έστειλα το γυφτάκι αλλού γι' αλλού... 'Έχουν περάσει από τότε ...40 χρόνια και από καιρού εις καιρόν αναρωτιέμαι, Θέμη, τι απέγινε εκείνο το γυφτάκι, τι απέγινε η μάνα του, βρήκε τον Βουγιούκα ;

--------------------------------------------------------------------------------------
* περιοδικό Ενενήντα επτά ( του Ο.Π.Π.Ε.Θ 1997 ) - τεύχος 3

Γονική Κατηγορία: Περιεχομενα
Κατηγορία: Συνομιλιες