Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Επί σκηνής
Μία συνομιλία με τον Θέμη Λιβεριάδη *
Παρασκευή 21 Απριλίου του 1967. Γύρω στις 10 το πρωί στην οδό του Τσιμισκή στο κάτω πεζοδρόμιό της, κοντά στο σταυροδρόμι με την Αγία Σοφία ένας άνδρας- τον αισθάνομαι λαβωμένο - , ξεσχίζει σε κομματάκια την πρωινή εφημερίδα και κρατώντας σταθερό το βήμα του προσπερνά...
Έτσι «είδα» για πρώτη φορά τον Δημήτρη Μαρωνίτη.
«Και να μετρώ» και να 'χουν περάσει τριάντα χρόνια παρά ένα. Ο ήχος από τις ερπύστριες μοιάζει να απομακρύνθηκε. Και οι εφημερίδες να μη βγαίνουν από την ίδια μήτρα. Ωστόσο για τίποτε δεν μπορεί να είμαστε πια σίγουροι.
Θ. Λ Σήμερα κι αυτό το λέω περισσότερο για όσους ήδη στήνουν αυτί η μάτι στον χώρο που μας φιλοξενεί, δεν έχω απέναντί μου τον καθηγητή Μαρωνίτη. Κάθομαι από χρόνια πλάι σε έναν πολύτιμο φίλο και θέλω να συνεχίσουμε κάτι που πρόσφατα αφήσαμε στη μέση...
Δ.Μ. Για να είμαι ειλικρινής, κάθε αναφορά σε οριακά σημεία της ζωής μου (ιδιωτικής, προσωπικής, δημόσιας) με μπερδεύει ή και με αναστατώνει. Ίσως επειδή δεν μπορώ να δέσω τα σήματα αυτά σε κάποια αλυσίδα συνέχειας, που θα συνιστούσε ένα είδος, προφορικής έστω, αυτοβιογραφίας. Εξάλλου οι αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις, με σπάνιες εξαιρέσεις, δεν με συγκινούν και δεν με πείθουν. Η αμηχανία για την οποία μιλώ εφαρμόζεται και στο μαύρο διάλειμμα της ζωής μου κατά την επτάχρονη δικτατορία. Ύστερα από τριάντα περίπου χρόνια, αρνούμαι να δώσω στην εμπειρία αυτή την μορφή μιας μεταδόσιμης ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος.
Δύο ωστόσο σπαράγματα από την εποχή εκείνη κρέμονται ακόμη στη φαντασία μου και παιδεύουν τα όνειρά μου : ο ανεπάγγελτος, έγκλειστος και βασανισμένος βίος, που, αν δεν απωθηθεί, παράγει μια άλλου είδους αίσθηση, σκέψη και γραφή – η αφελής δυσπιστία σε κάθε μορφή εξουσίας, ακόμη και της εξουσίας που ασκώ ο ίδιος στον εαυτό μου. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι ζω και συμπεριφέρομαι εκτός εξουσίας, με την ενεργητική και παθητική έννοια του όρου.
Θ.Λ. Πως διαγράφεται στη δική σου μνήμη ή δράση, η ρυμοτομία της πόλης μας, πώς την οριοθετούνε τα δικά σου βήματα?
Δ.Μ. Η Θεσσαλονίκη είναι, όπως λέμε, η γενέτειρα πόλη. Εδώ γεννήθηκα, μεγάλωσα, δούλεψα, ωρίμασα κ.λ.τ. Δεν νομίζω πως τρέφω για την πόλη αυτή αισθήματα αμέριστης αγάπης ή και υπόκωφης λατρείας, κάποτε μάλιστα αισθάνομαι να με απωθεί και να την απωθώ.
Παρά ταύτα παραμένει γενέτειρα πόλη – αυτό σημαίνει ότι, βγαίνοντας από το σπίτι μου, δεν χρειάζεται να λογαριάσω ποιόν δρόμο θα περπατήσω, για να φτάσω στη δουλειά μου ή να πάω σινεμά.
Και μια και μιλάμε για δρόμους. Για μένα η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να είναι μοιρασμένη σε οριζόντιες ζώνες : οδός Αθηνάς – οδός Κασσάνδρου – οδός Αγίου Δημητρίου. Στοπ.
Από την Εγνατία και κάτω αρχίζουν τα απαγορευμένα και απαγορευτικά μέγαρα της παιδικής, εφηβικής και νεανικής ηλικίας. Τούτο ίσως εξηγεί και την έμμονη ταξική μου συνείδηση, με την οποία συχνά βασανίζομαι, ακόμη και σήμερα, βασανίζοντας και τους άλλους.
Όσο για τους κάθετους δρόμους της πόλης, σε αυτούς οφείλεται το βαρύ μου βάδισμα, που μου το επέβαλαν από νωρίς οι ανηφοριές τους.
Θ.Λ. Διακρίνω από χρόνια και μέσα από τις όποιες, επί μέρους αντιπαραθέσεις «μας», ότι σου λείπει η αίσθηση ή το κόστος του φόβου, καταπώς κάποιου του έχουν κόψει το ένα χέρι...
Δ.Μ. Δεν είμαι εκ γενετής ενάρετος, μήτε γενναίος. Απλώς πιστεύω πως τα δύσκολα πράγματα της ζωής μας πρέπει να εγκιβωτίζονται μέσα στα εύκολα γιατί μας ανήκουν –δεν ανήκουν, όπως πολλοί νομίζουν, στο γήπεδο των αντιπάλων μας.
Για να το πω αλλιώς. Τα δύσκολά μας κρίνουν τα εύκολά μας, και αντιστρόφως. Αλλιώς αν τα χωρίσουμε, αργά ή γρήγορα γινόμαστε σχιζοφρενείς.
Θ.Λ. Υπάρχει τελικά μια διάκριση του ιδιωτικού χώρου του καθενός με τη δημόσια συμπεριφορά του. Πιο άμεσα τι ακριβώς συμβαίνει με σένα : Ευτύχησες και το λέω με απόλυτη κυριολεξία, να μην έχεις μόνο φίλους, αλλά και εχθρούς – αν το θέλεις και με την έννοια του «Εχθρού του Ποιητή» του Χειμωνά. Με σένα το όποιο καρδιογράφημα ή test κοπώσεως δε βγαίνει ποτέ «επίπεδο».
Δ.Μ. Μια και μιλάμε για σχιζοφρένεια : ένας άλλος τρόπος που μας οδηγεί προς αυτήν, είναι, κατά τη γνώμη μου, η στεγανή διάκριση του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου, ιδιωτικής και δημόσιας συμπεριφοράς. Στην περίπτωσή μου φρόντισα οι δύο αυτοί χώροι να επικοινωνούν συνεχώς μεταξύ τους. Και τούτο αφορά στον τρόπο που ζω, διδάσκω, γράφω και διαβάζω. Το πάρε – δώσε αυτό του μέσα και του έξω δεν υπήρξε για μένα εύκολη υπόθεση, με δεδομένη την ιδιορρυθμία του ιδιωτικού μου χώρου. Ως εδώ όμως και μη παρέκει.
Θ.Λ. Να σου εξομολογηθώ κι εγώ κάτι. Υπάρχουν στιγμές-αισθάνομαι πως είσαι ένας παθιασμένος εραστής της Αλήθειας, που ωστόσο δεν τη θέλεις μόνο για το κρεββάτι σου, αλλά την βγάζεις «έξω βόλτα» να μας την επιδείξεις... Χαρά στα μάτια λοιπόν μα κάποτε και φθόνος στην ψυχή...
Δ.Μ. Σέβομαι τα πάθη των άλλων και τα δικά μου πάθη, και πάντως δεν τα μετρώ με τη μεζούρα καμιάς δοσμένης αρετής και αλήθειας. Θεωρώ όμως ασύγνωστο αμάρτημα να προσβάλλει κάποιος τη λογική μου – τότε αντιδρώ βίαια. Ίσως αυτή η έμμονη ιδέα δημιουργεί σε κάποιους την εντύπωση ότι είμαι απωθητικά ή απάνθρωπα λογοκρατούμενος. Τρίχες. Αν παραδώσουμε στους άλλους και την κοινή λογική μας, ζήτω που καήκαμε.
Θ.Λ. Με αφορμή την αφιέρωση που έχεις στις «Εκλογές από τον Ησίοδο», που τη διάβασα με πολλή συγκίνηση, θέλω να ρωτήσω : τι κάνει ένας άνθρωπος όταν «μαζεύει» τη ζωή του...
Δ.Μ. Ομολόγησα και γραπτώς ότι βρίσκομαι πια στη φάση που χρειάζεται να μαζέψω τη ζωή μου – όχι να τη συμμαζέψω. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι : από δω και πέρα μου χρειάζεται περισσότερη μοναξιά, κάτι που δεν είναι όμως απομόνωση. Μοναχικός λοιπόν θα εξακολουθώ, όσο βαστούν τα πόδια μου, να μπερδεύομαι στα πόδια σας.
---------------------------------------------------------------------------------
* περιοδικό Ενενήντα επτά ( του Ο.Π.Π.Ε.Θ 1997 ) - τεύχος 1