Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Διαχρονίζοντας την Αντιγόνη
Συνομιλώντας με τον Θέμη Λιβεριάδη *
Αθήνα, οδός Αρχιμήδους, στο γραφείο του Νίκου Κούνδουρου. Ενός ανθρώπου όμορφου με την πλατιά σημασία της λέξης. Άνδρας, και άρχοντας, σκηνοθέτης, ζωγράφος και ποιητής, κι ας μην τα παραδέχεται όλα αυτά, σαν έφηβος που αρνείται να ενηλικιωθεί, κάποτε ταπεινός κι άλλοτε Νάρκισσος.
Ένας ωραίος Έλληνας που στο βλέμμα του φωλιάζουν και μνήμες και οράματα....Του οφείλω, αν μη τι άλλο, από τη δεκαετία του '60 που γνωριστήκαμε στο Παρίσι, την «ταραχή» που μου πέρασε έτσι, χωρίς συμπεριφορές διδαχής, για τον Έρωτα, το Θάνατο, την Ελλάδα και την έκφρασή τους στη δημιουργία, που είναι ο ζωογόνος ο ορρός, αυτός που συντηρεί υγρά τα αντισώματα της ψυχής.....Απρόβλεπτος, με γοητευτικά λαχανιασμένο χειμαρρώδη λόγο, άτρομος και άτρωτος ο Κούνδουρος μιλάει μόνο μία γλώσσα – την μητρική του – της Αλήθειας. Και είναι ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς,
Καταπώς είπε ο Ιωάννης : « Γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».
Κείνο το πρωί κάναμε με τον τρόπο μας, ένα μνημόσυνο στο Μεγάλο φίλο που έφυγε, τον Μάνο Χατζιδάκι. Του ζήτησα να επιτρέψει να μεταφέρω εδώ για τις Επιλογές της Μακεδονίας μας, ένα απόσπασμα από όσα είπε γι Αυτόν. Στη συνέχεια μιλήσαμε για την καινούργια του ταινία όπου διαχρονίζει, με το δικό του μοναδικό τρόπο την τραγωδία «μας». Μια Αντιγόνη χωρίς ταυτότητα και χρονολογία γέννησης. Το μεσημέρι πήγαμε και την...επισκεφθήκαμε σε τόπο χλοερό και δροσερό (ορισμένοι τον αποκαλούσαν studio), όπου με «μουσικές εξαίσιες και φωνές» ο Νικόλας, η Αγγέλα, η Σαβίνα, η Σύλβια και ο Δημήτρης, την στόλιζαν και την ετοίμαζαν, όπως αυτός ήθελε, για το στερνό ταξίδι της σε τούτο τον αιώνα...Φεύγοντας, μου εμπιστεύτηκε «κατ' αποκλειστικότητα», όπως λένε στη δημοσιογραφία, αυτά που βλέπουμε τάχα σαν φωτογραφίες, ενώ δεν είναι παρά ελάχιστες ψηφίδες απ' το μωσαϊκό που δούλεψε πάνω στη «ζελατίνα» των σκοτεινών αιθουσών.
Θ. Λ. : Πες μου τώρα για την ταινία που μόλις τέλειωσε και είναι στο μοντάζ. Πότε γεννήθηκε μέσα σου η ιδέα αυτής της «Αντιγόνης»;
Ν. Κ. : Είναι ένα παλιό συναίσθημα....Και είναι όμορφο, νομίζω, να το λέω τώρα που το ρώτησες. Ξεκίνησε το 1967. Λίγες βδομάδες μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους συνταγματαρχαίους. Βρέθηκα στην Μόσχα. Πήγα στη Μόσχα με αυτοκίνητο. Είναι εξωφρενικό, ε; Μόλις είχα αγοράσει ένα αυτοκίνητο, καινούργιο καινούργιο. Βρέθηκα λοιπόν με την απελπισμένη σκέψη ότι εκεί, στην πρωτεύουσα της Δικαιοσύνης, κάτι θα γινότανε. Πως τάχα από κει θα ξεκίναγε η όποια αντίσταση...Έκατσα λοιπόν ένα μήνα στην Μόσχα για να φάω κατακέφαλα την απογοήτευση... Στο μήνα απάνω στρίβω. Ήταν τον καιρό που ξεσχιζόντουσαν πάλι μεταξύ τους οι Έλληνες κάτω από την υψηλή και έμπειρη αστυνόμευση των Σοβιετικών. Τέλος πάντων....Γύρισα τις πλάτες μου. Σε ιδεολογίες, σε κόμματα, στην «μητέρα» Σοβιετική Ένωση. Κατεβαίνω κάτω και πηγαίνω στην άλλη άκρη, στην Ελβετία, στην μητρίδα της πιο κρυόκωλης δημοκρατίας που μπορεί να φανταστεί κανείς......
Θ. Λ. : Ξέρω.... Με το ένα χέρι πουλάμε όπλα και...ξεπλένουμε με το άλλο που παρέχουμε φάρμακα και ανθρωπιστική βοήθεια.
Ν. Κ. : Κάπως έτσι....Εκεί συναντώ τον συγγραφέα Βαγγέλη Γκούφα επίσης αυτοεξόριστο, δραπέτη της δικτατορίας, και....τι να κάνουμε, τι να πούμε....η ιερή μανία μας έκαιγε. Ρωμιοί είμαστε.... Να κάνουμε αυτό που μπορούσαμε. Και θεμελιώνουμε την ιδέα μιας «Αντιγόνης» που είναι ακριβώς η τραγωδία της αντίστασης, και το δικαίωμα στην αντίσταση. Και ξεκινάμε και γράφουμε το πρώτο σχέδιο της «Αντιγόνης». Από κει αρχίζει μια όμορφη περιπέτεια που κράτησε χρόνια. Αναζητήσαμε παραγωγούς. Βρήκαμε στην Αγγλία – δεν προκόψαμε... Βρήκαμε παραγωγούς στο Αλγέρι. Είχε μόλις φτιάξει την ταινία του το «Ζ» ο Γαβράς. Είχε μεγάλη επιτυχία, πέραση, το ελληνικό θέμα...
Δεν καταφέραμε ωστόσο να συμπληρώσουμε μια ομάδα, να βρούμε τα κεφάλαια που χρειαζόντουσαν, να προχωρήσουμε στην παραγωγή. Έμεινε ένα όμορφο κυνήγι, ψάξαμε όλη τη Βόρεια Αφρική, το Αλγέρι, την Τυνησία, το Μαρόκο. Βρήκαμε μέρη, βρήκαμε ανθρώπους, βρήκαμε την Αντιγόνη – μια πανέμορφη κοπέλα, Καναδέζα ήτανε –βρήκαμε καλούς ηθοποιούς, τον Άντονι Κουίν να κάνει τον Κρέοντα, ιδανικός θα ήτανε.... Ταξιδεύαμε επί τέσσερα χρόνια, με τα ντοσιέ στα χέρια, γελαστοί και αισιόδοξοι. Και τελικά...πάει η δικτατορία. Φεύγει και μας αφήνει...έρημους δικτατορίας. Δεν είχαμε πια έρεισμα, γιατί να κάνουμε την ταινία ! Γυρίσαμε πίσω, πήραμε μέρος στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας και του Έθνους. Καινούργιες πληγές, καινούργιοι καημοί... Φωνές, σχέδια πάνω σε σχέδια. Τι κάνουμε, ποιοι είμαστε, πώς είμαστε, γιατί είμαστε.... Αυτή η σύγχυση που όλοι σχεδόν την ξέρουμε, αλλά ειδικά εμείς που κάνουμε ταινίες...Και μια ταινία δεν είναι ένα βήμα, ούτε ένα βιβλίο, ούτε μια ζωγραφιά. Είναι μια περίπλοκη διαδικασία, χρονοβόρα και δραχμοβόρα. Δε γίνεται να ακυρώνεις και να ξαναακυρώνεις χωρίς τίμημα. Και έτσι μπήκε στα ντουλάπια η «Αντιγόνη»....Αλλά η ιδέα-ιδέα..
Θ. Λ. : Έμεινε και σίτεψε....
Ν. Κ. : Σίτεψε, ναι....Γυρίζω μια «Αντιγόν» πάνω στα σύνορα, θεατρική Αντιγόνη, τηλεοπτικο-θεατρική, στα σύνορα με τα Σκόπια, να βγάλω λιγάκι τον καημό μου. Πριν από τρία χρόνια περίπου. Είχε καεί το Σεράγεβο, ήταν ακόμα ματωμένοι οι Βόρειοι γείτονές μας. Η Ευρώπη, κάποια Ευρώπη τέλος πάντων, στοχάστηκε να κάνει μια χειρονομία και ζήτησε από τα ευρωπαϊκά κράτη, και εμείς Ευρώπη είμαστε, να μην το ξεχνάμε – το 'πε και ο Καραμανλής- εζήτησε από κάθε κράτος να κάνει μια εκδήλωση, να μαζευτούν κάποια χρήματα σε ένα κοινό ταμείο, να ξανακτισθεί τουλάχιστο η καμένη βιβλιοθήκη του Σεράγεβο. Έτσι βρέθηκα εγώ να εκπροσωπώ την Ελλάδα, στήνοντας μια «Αντιγόνη» με άρματα μάχης, ελικόπτερα, αντίσκηνα για το στρατόπεδο των Θηβαίων.....
Η έμμονη ιδέα με ακολουθάει, όπως ξέρεις...Και ξάφνου, τώρα, πέρυσι, ενώ είχα αποφασίσει να αποσυρθώ από τον κινηματογράφο, που είναι μια δουλειά που σε κατασπαράζει...μ' έπιασε ο ενθουσιασμός πάλι και λέω : Αντιγόνη τώρα !
Θ. Λ. : Από πού προέκυψε ο ....ενθουσιασμός αυτήν τη φορά;
Ν. Κ. : Από την τηλεόραση ! Έβλεπα αυτήν τη φρίκη από τον εμφύλιο πόλεμο στον τρίτο κόσμο, τις φοβερές σφαγές, τους τάφους με τα χιλιάδες πτώματα, τα στρατόπεδα με τους πρόσφυγες να πεθαίνουν σαν τις μύγες. Λέω εκεί. Εκεί είναι ο χώρος, το φυσικό κι ανατριχιαστικό σκηνικό για την Αντιγόνη.
Πριν από 2.500 χρόνια στην Αθήνα, τώρα επίκαιρη όσο ποτέ...Μπαίνει μπροστά το μηχανάκι που παράγει έργο και ξαφνικά είμαι έτοιμος.
Θ. Λ. : Ποιο εννοείς μηχανάκι που παράγει έργο, την ψυχή;
Ν. Κ. : Ναι, Θέμη μου, το ξέρεις....Την ψυχή τη δικιά μου, και των αλλονών το μυαλό, τις ατέλειωτες ώρες φροντίδας που χρειάζονται. Ξεκινάμε λοιπόν την καινούργια Αντιγόνη. Η Αντιγόνη τώρα παλεύει με άρματα μάχης, με ελικόπτερα, με μπαζούκας. Παλεύει με έναν Κρέοντα με φυσεκλίκια, αλλά παράλληλα γεννιέται-μπαίνει ένας δεύτερος κόσμος, είναι ο κόσμος των δημοσιογράφων, αυτό το CNN που κατασκεύασε και μας «διασκέδασε» με κείνον τον φοβερό τον πόλεμο του Κόλπου. Το «διασκέδασε» δεν το λέω από λάθος. Καταλαβαίνεις.... Φτιάχνω λοιπόν κι ένα γκρουπ από δαύτους. Δημοσιογράφους που έχουν πάρει εντολή καβάλα στ' αυτοκίνητα, στα τζιπ, στα «δ ο ρ υ φ ο ρ ι κ ά τους πιάτα» κι ακολουθούν από πίσω τον Κρέοντα, πολέμαρχο Ασιάτη, που λέγεται Γιουσούφ Ελ Ντιν, τον ακολουθούν στην έρημο, κυνηγώντας και πιστεύοντας στην ωραία και λαμπερή είδηση της κατάληψης των «Θηβών», του ορυχείου. Ε! Εκεί θα γίνει μακελειό...Απάνω τους παιδιά !
Ανάμεσά τους, σχεδόν κατά λάθος, μια μικρή φωτογράφος από το Los Angeles, Εβραιοπούλα, που κάπου μέσα της σαλπίζουν αρχαίες φωνές της ράτσας της, και....να την στην έρημο, καταπόδι του πολέμαρχου.
Θ. Λ. : Τα γυρίσματα γίνανε μόνο κάτω ή και εδώ;
Ν. Κ. : Το εδώ ήτανε στα νταμάρια του βωξίτη στη Λάρκο, στην Εύβοια και στα εγκαταλειμμένα μεταλλεία του ασημιού και του χαλκού στο Λαύριο. Χώρος, τοπία, σκηνικά ιδανικά. Εκεί λοιπόν, ανάμεσα σε εκατόμβες από πτώματα, συναντιόνται τα δύο κορίτσια συνομήλικα. Τα παίζει η ίδια ηθοποιός. Και τους δύο ρόλους. Η μια μοσχαναθρεμμένη κοπέλα της Δύσης, με τις μηχανές της και τα ρούχα εκστρατείας και η άλλη το ξυπόλητο σπαρακτικό κορίτσι του εμφύλιου της Ανατολής, εικόνα της απελπισίας.
Θ. Λ. : Η ταυτότητα στο πρόσωπο της ηθοποιού διαισθάνομαι πως δεν είναι τυχαία. Περιέχει...
Ν. Κ. : Περιέχει...και πολύ μάλιστα ! Συνεννοούμαστε....Δυο κόσμοι, δυο κορίτσια τρομαγμένα, και η Εβραιοπούλα βέβαια με τις μνήμες της, στον ίδιο στρόβιλο του πανικού με την μικρή Ασιάτισσα. Εκεί γίνονται όσα είναι να γίνουν.... Η μικρή συλλαμβάνεται, οδηγείται σε δίκη και από δω επεμβαίνει ο κυρίαρχος ο Σοφοκλής, δηλαδή η δική μας τραγωδία. Εκεί βλέπουμε ακριβώς αυτό που έπιασες πριν, την ταύτιση, όπου οι δύο γίνονται μία, όπου η Αντιγόνη σιωπά, μιλάει με το στόμα της Εβραιοπούλας. Εκεί ο καημός, εκεί η οδύνη, εκεί οι λυγμοί είναι ίδιοι. Είναι ένας, δεν είναι δύο. Η σύγκρουση από τις δύο πια Αντιγόνες με τον Κρέοντα και την εξουσία του κορυφώνεται για να φθάσει στη φράση που σηματοδοτεί και το κλείσιμο της "περιπέτειας", όπου λέει ο Ασιάτης Κρέων «πάρτε την αυτήν από δω πέρα, να μην τη βλέπω. Δε γεννήθηκε ποτέ. Δεν έχει όνομα». Την πετάνε σ' ένα ελικόπτερο, το οποίο τραβάει προς τους Ουρανούς, και ακούγονται τα ουρλιαχτά του νικητή από κάτω. «Πάρτε την να γίνει πουτάνα στον τόπο σας». Ε, υπάρχουν βέβαια τα επιμέρους. Ο λοχίας σκοτώνει το στρατηγό και παίρνει την εξουσία. Αυτή η εναλλαγή της εξουσίας που δηλώνει υποταγή στη Δύση....Όλα τελειώνουν μάλιστα με ένα χριστουγεννιάτικο δυτικοαμερικάνικο τραγουδάκι, όπου ο καινούργιος κυρίαρχος του χώρου δηλώνει ήρεμα στον έμπορο όπλων, που είναι ένα από τα πρόσωπα που κινούνται μέσα, «εσείς είσαστε αυτό που θα είμαστε...». Αυτά είναι τα περί ταινίας. Ό,τι είχα να σου πω το είπα.
Θ. Λ. : Και πότε θα προβληθεί;
Ν. Κ. : Αυτό ....δεν ενδιαφέρει ! Ευτελής ερώτηση που αρνούμαι να απαντήσω. Αυτό είναι δημοσιογραφική ερώτηση. Ένας ποιητής δεν πρέπει να δημοσιογραφίζει....
Θ. Λ. : Σ' ευχαριστώ....και για να ανταποδώσω, θα συνεχίσω διαφορετικά... Ανέφερες προηγουμένως «εκεί που αποφάσισα να σταματήσω τον κινηματογράφο», σου βγήκε η σιτεμένη Αντιγόνη που κουβαλάς...αιώνες μέσα σου. Αυτό σημαίνει, τρόπον τινά, πως η Αντιγόνη είναι η τελευταία σου ταινία. Και θέλεις να το πιστέψω...
Ν. Κ. : Αυτό με βοηθούσε να το πιστεύω όσο την έφτιαχνα...Άμα την δεις, θα καταλάβεις γιατί το λέω. Η Αντιγόνη δεν είναι μια ταινία βγαλμένη από τη φιλαρέσκεια των ανθρώπων να κάνουν κάτι, να δηλώσουν κάποια παρουσία. Ακούγεται, λένε καμιά φορά, μια κουτή έκφραση ότι το έργο προκύπτει από μια ανάγκη. Έχω δει, έχω διαβάσει, έχω ακούσει ατέλειωτες ηλιθιότητες από ανθρώπους του είδους μου να δηλώνουν για αυτήν την «πολύτιμη ανάγκη να εκφρασθούν». Μου είναι τελείως αδιάφορο, φαντάζομαι όχι μόνο σε μένα, αν θα εκφρασθεί ο κύριος τάδε. Είναι απλώς ύποπτο. Τι να εκφράσει; Το ύποπτό του; Αυτό που ενδιαφέρει, αυτό που με νοιάζει – κι αυτό για μένα ήτανε θέση ζωής - ήτανε να εκφράσω τους Άλλους. Ποτέ δεν σκέφθηκα, και γι' αυτό έχω και το όνομα του εγωιστή, να εκφρασθώ. Τι να εκφράσεις, βρε Κούνδουρε! Τι να εκφράσεις, βρε «τίποτα», ή σχεδόν τίποτε! Αυτό που μπορούσα να δω, να εκφράσω είναι οι Άλλοι. Αυτό που κληρονόμησα κι αυτό που πρέπει να κληροδοτήσουμε..... Αυτό κάνουν οι ταινίες μου. Θα δεις τώρα την ταινία. Εμένα εκφράζει; Θα 'μουν λιγάκι αφελής να το νομίζω...
Αυτή η ταινία προέκυψε ως αίτημα, ας πω, των καιρών –μεγάλη λέξη... Έπρεπε να μπήξουμε μια φωνή. Κάπου είχα διαβάσει, σε κάτι τσιτάτα που επαναλαμβάνονται, ότι ο καλλιτέχνης δεν έχει όπλα να τουφεκίσει. Φωνή έχει. Ε! Αφού την έχει, να φωνάξει...
Θ. Λ. : Αξιώθηκες κι εμείς μαζί σου, πριν πολλά χρόνια, να πάρουμε μια από τις πρώτες διακρίσεις στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο τότε... Σήμερα μετά από μια πορεία, μια τροχιά εντελώς προσωπική, για να μην πω αγέρωχη, και σε σχέση με όσα πιστεύεις για την έκφραση στη δημιουργία, που είμαι σίγουρος πως λίγοι, αλλά εκλεκτοί, συμμερίζονται, σε ενδιαφέρει πια ο θεσμός των βραβείων;
Ν. Κ. : Χρόνια τώρα έχω παραιτηθεί από αυτόν τον ανταγωνισμό. Το βραβείο είναι μια «πουτανιά». Χρήσιμη... Ευκολύνει τη ζωή και ειδικά στη δική μας τη δουλειά, που είναι δύσκολη, δεν μπορούμε να πούμε εύκολα όχι, γιατί έχουμε μια φοβερή εξάρτηση από τα χρήματα. Δεν μπορείς να σκεφθείς πια χωρίς το χρήμα. Οι περισσότεροι είμαστε εξαρτημένοι με ό,τι κουβαλάει πάνω της αυτή η λέξη. Και όχι μόνο από το θυμικό μας. Δεν μπορείς να σκεφθείς πια χωρίς να προσθέσεις δίπλα και το νούμερο που απαιτεί αυτή η σκέψη, την αποτίμησή της... Μια σύλληψη, μια ιδέα, ένας ενθουσιασμός στοιχίζει τόσο, ή τόσο ή τίποτε. Το τεφτέρι έχει δύο κατάστιχα. Στο ένα είναι η Ομορφιά και στο άλλο ο απολογισμός σε δραχμές, δολάρια, μάρκα, ρούβλια, γεν. Μια δουλειά συμβιβασμού. Έχοντας, ορισμένοι, αποδεχθεί αυτόν τον συμβιβασμό, ότι οι εξαρτήσεις μας είναι δεδομένες, το μόνο που απομένει είναι ο κόπος του καρπού, η λαχτάρα του καρπού, η πεμπτουσία για να αντλήσουμε από κει το κέφι και το κουράγιο να δουλέψουμε. Αλλιώς είμαστε απλώς φυτεμένοι... Ξέρεις πόσοι συνάδελφοι, Ευρωπαίοι τουλάχιστον, λιώνουν, έχουν εξαφανισθεί... Η Ευρώπη των διανοουμένων διέπεται από μια, πώς να την πω, μοιρολατρία. ¨Η έχουν την συμπεριφορά επιτηδευματία, επαγγελματία ή επιδοτούμενου... Ή απλώνουν κάτι σαν χέρι με βουρκωμένα μάτια... Οι περισσότεροι δεν αντέχουν αυτήν την αγωνία, αυτού του είδους το κυνήγι. Και αφήνουν αυτό τον χώρο να τον καταλάβουν άλλοι, δεύτερης και τρίτης ποιότητας άνθρωποι...
Εγώ προσπάθησα όσο μπορούσα να μην πω όχι, να μην κρυφθώ, να πολεμήσω.
Θ. Λ. : Ίσως τα βραβεία πρέπει, με όποια σημασία τους έχει απομείνει, να αποδίδονται στους «δαίμονες» κι όχι στους άλλους.
Ν. Κ. : Το βραβείο δεν είναι πια ένα γεγονός αυτόνομο. Είναι ακριβώς το αποτέλεσμα, η κατάληξη μιας αλυσίδας συναλλαγών. Ατελείωτης. Η οποία αρχίζει από κάπου μακριά, από μια μεριά που καλά καλά δεν ξέρουμε και η δεύτερη αρχίζει από μας. Εγώ ξεκινάω, ο Αγγελόπουλος ξεκινάει λ.χ. – να 'ναι καλά ο άνθρωπος.... Υπάρχει ένας στόχος «να πάρω το βραβείο!» Από την άλλη μεριά ξεκινάει η άλλη διαδικασία. «Σε ποιον, σε ποιον, σε ποιον, σε ποιον...»
Ο ενδιαφερόμενος λέει «σε μένα, σε μένα, σε μένα...» Κάποια στιγμή αυτά συναντιούνται και ξαφνικά : να' τος ο δημιουργός, ένδοξος και στεφανωμένος... Βλέπεις την ταινία και λες «Μπα ! Γι' αυτό έγινε η φασαρία; Αυτό ήταν;». Τα πρώτα βραβεία συνήθως είναι στο κέντρο αυτής της αλυσίδας.
Ο Νίκος Κούνδουρος για τον Μάνο Χατζιδάκη - Με αγάπη
Έχω μεγάλο θαυμασμό για τα ελαττώματά του. Πάντα τον θαύμαζα που αυτός, ο σπουδαίος, έγραφε τραγούδια και τραγουδάκια για το χατίρι ενός λαού που ακόμα δεν ξέρει, αν τον αγαπάει ή τον σιχαίνεται. Τον θαύμαζα, γιατί από τα χαρακτηριστικά της φυλής διάλεξε να κάνει δικά του όλα μας τα κουσούρια. Τη ραθυμία, τη φλυαρία, την αυταρέσκεια, τη φιληδονία....
Τον θαυμάζω που μια ολόκληρη ζωή τα κατάφερε να μην πάει ποτέ στα ραντεβού του. Τον θαυμάζω που αυτός, ο φιλάρεσκος σαν γυναίκα, έμεινε κοντά τριάντα χρόνια με σπασμένα τα μπροστινά του δόντια, προκλητικός και σ' αυτό, χωρίς λόγο, έτσι....γιατί βαριότανε να καθίσει με ανοιχτό το στόμα στην καρέκλα του οδοντογιατρού....
Κι ακόμα, που αγαπούσε τον Καραμανλή, όταν όλοι τον μισούσαμε...
Μάνο μου , σε κυνήγησα μια ζωή, ταπεινός ακροατής της μουσικής σου, και είμαι τυχερός που ήσουνα εσύ ο παιδικός μου φίλος, κι ας μην ήμασταν παιδιά ούτε τότε. Μα και τώρα τυχερός είμαι που ξετυλίγω το κουβάρι από τόσων χρόνων ζωή κι εσύ κάπου είσαι και τώρα, ίδιος όπως τότε, γελαστός ακόμα, με κάμποσα χαπάκια στην τσέπη για το ζάχαρο και το κυκλοφοριακό και την πίεση.... Ξέρεις...
Νίκος
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
* Περιοδικό "Επιλογές" ( 1998 )