Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Ανεπίδοτη για το Γιώργο Χειμωνά. *
Ποτέ γυναίκα δεν κατάλαβε έναν άνδρα
Άμλετ
Γιώργο ,
Πρέπει να ήταν αρχές της δεκαετίας του '50 στη Θεσσαλονίκη, προς το "151" του Χαριλάου, πιτσιρικάς εγώ, τότε, χωράφια εκεί...Με είχε πάρει μαζί της η μητέρα να αποχαιρετήσουμε τη θεία Πηνελόπη, αδερφή του Φιλοποίμενα – σου είχα δώσει τη διεύθυνση και το τηλέφωνό του, όταν θέλησες να τον γνωρίσεις στο Παρίσι. Τώρα φαντάζομαι πως είστε πια μαζί και τρώτε στου Προκόπ.
Τη βρήκαν στο ντιβάνι της, περιτριγυρισμένη από είκοσι γάτες. Καμιά δεν έφυγε από κοντά της ώσπου τη σήκωσαν. Την είχαν στο κέντρο της μικρής εκκλησίας, με το φέρετρο ξέσκεπο. Ήταν πολύ χλωμή, ένα περίεργο χρώμα ανάμεσα σε κίτρινο και μοβ. Το στόμα μισάνοιχτο κι ένα βαμβάκι της είχανε χώσει. Δεν κατάλαβα, ούτε ρώτησα γιατί ...Κάποια στιγμή η μητέρα είπε να τη φιλήσω για να φύγουμε, κι εγώ υπάκουσα αμέσως, τρόμαξα όμως, Γιώργο, γιατί το μέτωπο κρύο σα μάρμαρο, και τότε σκέφθηκα ότι δεν είχα ξαναδεί νεκρό κι ένιωθα ταραγμένος.
Παλιότερα, σε μια γιορτή, είχα πάει στο σπίτι της και μ' άρεσαν οι πολλές της γάτες, όλες οι ηλικίες. Οι μεγάλες κοιμόντουσαν και τα μικρά παίζανε με τα κρόσσια του βελούδου. Παίρνοντας ένα κέρασμα την κοίταζα, και σαν ποίημα σε σχολική γιορτή, σιγά και καθαρά της είπα «θεία Πηνελόπη, σας αγαπώ πολύ...» κι ούτε νερό, ούτε δεύτερο γλυκό ζήτησα που το 'θελα. Τότε εκείνη κοιτάζοντας με σημασία τη μητέρα «θα κάψουνε πολλές καρδιές τα μάτια του» είπε και σηκώθηκε - τάχα να φέρει κάτι, και μόνο εγώ που σκούπισε το δάκρυ πρόσεξα και ζωντανή δεν την ξανάδα.
Πέρασαν πενήντα χρόνια...
Σου γράφω από τη Σαρωνίδα. Είμαι κατάμονος στο μεγάλο σπίτι του γιατρού που πέθανε κι άφησε κόκκινες τις πυτζάμες του. Κατάκοιτος όπως και τα βιβλία του στα ράφια, που μουχλιάζουν. Ο Ντοστογιέφσκι, θαρρείς και έστειλε μια Όλγα να τον φροντίζει στα 'στερνά του. Κι εκείνη, άσπρη κι αφράτη σα φρατζόλα, πότε στον ενικό και πότε σε πληθυντικό του μίλαγε. Τη μια "γιατρέ μου" – την άλλη "μωρό μου", του χάιδευε τ' αυτιά. Εκείνος χαίρονταν, μία γκριμάτσα σα χαμόγελο έκαμνε.
Φοβάμαι πως έχω πάθει παλίρροια και άμπωτη. Γεμάτος χάπια αλλά ζωντανός είμαι. Αυτός είναι νεκρός, αυτές...είστε νεκρές. Μόνο οι επερχόμενοι μπορούνε να μετρήσουν μα καταγράφουν σε άλλη γλώσσα. Θυμάσαι...το σύνδρομο «δέλτα» ;
– Όχι, δεν τον λέγανε Ινεότη...Εκατό δύο χρονών ήτανε.
Σ' ακούω πάλι να μου διαβάζεις, όπως μόνο εσύ ξέρεις, τους στίχους για το «Μύρη» :
...
Κ'εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Αόριστα, αισθάνομουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ ... ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει : μήπως κ' είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και π ά ν τ α του ήμουν ξένος.
Πετάχθηκα έξω απ' το φριχτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ' την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.
Γιώργο, το 'λεγα και στη Λούλα προχθές...Θέλω να ξεχάσεις την ταραχή που μου προξένησες τότε. Εγώ νομίζω πια πως το 'χω ξεπεράσει.
...
Φυσάει ο Δαίμονας. Σηκώνει τις κουρτίνες στη μεγάλη τζαμαρία. Συνήθισα με τον καιρό να είμαι μόνος. Γι αυτούς ανησυχώ. Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, τους βλέπω να κρατάν κεριά που λιώνουν με τα χέρια τους. Είναι πολλοί και μοιάζουν φοβισμένοι. Ούτε κατάλαβα πότε μαζεύτηκαν τόσοι...Αισθάνομαι πως νοιώθουν μόνοι, κι ας είναι ο ένας δίπλα στον άλλο. Γέμισε το κτήμα. Από τη θάλασσα μέχρι επάνω. Πλημμύρισαν το δρόμο και το πλάτωμα, μπήκαν ως μέσα στις βερικοκιές, στις φιστικιές, στις λεμονιές. Είναι και αρκετοί στο χώμα, που σέρνονται σα φίδια. Θαρρείς πως αφουγκράζονται το Λόγο σου...
Στο πέλαγο που το φωτίζουν μόνο οι αφροί, πλησιάζει απ' τη μεριά της Σαλαμίνας μια Γυναίκα, ψηλή και όμορφη μες στα λευκά. Βαδίζει πάνω από την τρικυμία. Πάγωσε το τραγούδι της και σφίγγει πια στο χέρι μόνο το κλειδί.
Τα μάτια καίνε τις καρδιές. Δε θέλω να βλέπω.
Μπορώ να αγαπώ μόνο τον εαυτό μου. Μάζεψα τα σκουπίδια απ' το δρόμο, σκούπισα στωικά τον εμετό της από το ποίημα.
Γιώργο, μέσα στο πλήθος υπάρχουν κι άλογα. Η νύχτα και κρύα σαν το ψέμα. Στα λιγοστά γραψίματά μας η αδερφή μου πλάγιασε με τον αδερφό σου. Και η Κυβέλη ντύθηκε Ιφιγένεια. Κι αυτής το μέτωπο σα μάρμαρο.
Τρέμει η μνήμη... Όπως 'κείνο το βράδυ, που μπήκα στο ιατρείο και μου 'πες χαμηλόφωνα «προχώρα ίσια και μη φοβάσαι...Ό, τι και να δεις...».
Είδα πολλά από τότε. Τις λύπες τις κράτησα με σεβασμό και τις χαρές τις έκαψα να ζεσταθώ. Περίεργο...ενώ ανοίγω δυτικό παράθυρο βλέπω μπροστά μου το Καστελόριζο. Προτού ανέβουν τα νερά προφταίνω – μπαίνω στη σπηλιά και σε φωνάζω. Βαθύ και ήρεμο γαλάζιο. Απόλυτη σιγή. Λάμνουν οι σημασίες. Οι σταλαγμίτες σε θυμούνται. Περίεργες αίθουσες, υγρές, που κρύβουν τον εχθρό του ποιητή.
Φοβάμαι δεν υπάρχει χειρότερο στον άνδρα που αξιώθηκε την κατανόηση. Πώς ετυμολογείται άραγε το όνομα Σ-ε-ξ-π-υ-ρ ; Το βλέμμα δεν καίει πια. Μονάχα του αρνιού τα μάτια...αύριο...στη σούβλα της Ανάστασης.
Τα ξεριζώνει με το πηρούνι η πιο όμορφη. Στύβει απάνω τους λεμόνι. Βάζει αλάτι και πιπέρι. Τα χείλια της ανοίγουν ηδονικά....
... Δε μπορώ να συνεχίσω. Αν προλάβω θα ξαναγράψω. Αλλιώς θα σου τα πω από κοντά.
( Σαρωνίδα, Απρίλιος 2001 )
------------------------------------------------------------------------------------------------------
* 1η δημοσίευση στο «σαλόνι» της Κυριακάτικης «Μακεδονίας» , 2 Ιουλίου 2006