Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Προσωπικό - ενημερωτικό σημείωμα
Το πρωτοποριακό και ιδιαίτερα αξιόλογο, για την εποχή του, λογοτεχνικό περιοδικό «Τραμ» το δημιούργησε ο Δημήτρης Καλοκύρης πλαισιωμένος από έναν «πυρήνα» στενών συνεργατών τόσο από συμφοιτητές του της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ : Μαρώ Καρδάκου Μίμη Σουλιώτη, αλλά και άλλων-νέων τότε λογοτεχνών όπως τους Πάνο Θεοδωρίδη, Μανόλη Ξεξάκη, Γιώργο Χουλιάρα κ. α. Το Τραμ στην πρώτη «διαδρομή» του «ευτύχησε» να έχει τη θερμή υποστήριξη του καθηγητού τους στο Πανεπιστήμιο Γιώργου Σαββίδη, που εκτός άλλων τους «εξασφάλισε» με το κύρος και τις φιλικές του γνωριμίες : ανέκδοτες συνεργασίες «μεγάλων ονομάτων», όπως των Ελύτη, Καβάφη, Σαχτούρη, Σεφέρη κλπ. Στο δεύτερο κιόλας χρόνο της έκδοσής του το έσυρε σε δίκη ( το 1972, επί Χούντας ) ο τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λεωνίδας. Αυτός που είπε σε επίσημη δοξολογία στην Αγία Σοφία το περίφημο : «αξιωθήκαμε να έχουμε δύο Δέσποινες : την μία εν Ουρανοίς και την άλλη επί γης», δείχνοντας «αβρά» με το χρυσοποίκιλτο μανίκι του, στην πρώτη σειρά των «ευσεβών επισήμων» την σύζυγο του δικτάτορα Παπαδοπούλου !
Το παραπεμπτικό κατηγορητήριο ήταν ότι δημοσίευσε στο 3-4 τεύχος του δύο συνεργασίες : ένα ποίημα «Το σώμα» (του Ηλία Πετρόπουλου), και ένα πεζογράφημα με τίτλο «Το όνειρο» ( δικό μου ) τα οποία «προσβάλλουν καταφώρως την δημοσία αιδώ». Οι συνυπεύθυνοι της έκδοσης : Δημήτρης Καλοκύρης και Μαρώ Καρδάκου θα γλύτωναν τη φυλακή ( με τον τότε νόμο «περί τύπου» της Χούντας : με μη εξαγοράσιμη δυνατότητα ποινής ) μόνο σε περίπτωση αθώωσης και των δύο συγγραφέων, κάτι που τελικά δεν έγινε διότι ο Πετρόπουλος , έχοντας ήδη-μετά την καταδίκη στο Πρωτοδικείο, φύγει οριστικά στο Παρίσι καταδικάστηκε ερήμην. Έτσι οι εκδότες οδηγήθηκαν στην φυλακή και το «Τραμ» διέκοψε την έκδοση του για να συνεχίσει αργότερα σε δεύτερη «διαδρομή» του ( 1976-1979 ) και τρίτη ( από το 1987 έως το 1991 ) με επίβλεψη και βοήθεια του Δ. Καλοκύρη αλλά εκδότη τον Γιώργο Κάτο, συνεπικουρούμενο στην τελευταία του πια περίοδο από τον «Όμιλο Δημητρέλη» και τον Μανόλη Μπαρμπουνάκη.
Η δίκη πήρε μεγάλη δημοσιότητα, από το ραδιόφωνο και σε πρωτοσέλιδα όλων σχεδόν των εφημερίδων Θεσσαλονίκης και Αθηνών, ίσως (και) κυρίως, διότι έδωσε μια «αφορμή», ένα «βήμα», στους δημοσιογράφους και στους σχολιαστές να κάνουν μια «έμμεση πλην σαφέστατη» και δυναμική «αντίσταση» προς την δικτατορία και τα ελληνοχριστιανικά «πιστεύω» και την λογοκρισία της. Ανάλογα δημοσιεύματα υπήρξαν στον ξένο τύπο, με ενημερωτικές πρωτοβουλίες γνωστών πνευματικών μας δημιουργών που ζούσαν διωγμένοι ή «αυτοεξόριστοι», λόγω Χούντας, στη Γαλλία, την Ιταλία και Γερμανία.
Η μεγαλύτερη «αντίφαση» που «έβγαζε μάτι» σ' αυτήν την «στημένη» δίκη ήταν η «σύγκριση» και «δικονομική αντιπαράθεση» αφ' ενός : μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας που ήσαν 2 ιερείς, ένας Διευθυντής δημοτικού Σχολείου, συστεγασμένο στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα : στο τετράγωνο Αγ.Σοφίας-Μητροπόλεως-Πρ. Κορομηλά & Κούσκουρα...υπό την «αιγίδα» της ...Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης , και ένας συμβολαιογράφος ( που κατά ορισμένες-συγκεκριμένες μαρτυρίες που προσκόμισε η υπεράσπιση εμφανιζόταν και σαν ύποπτος συμπεριφοράς...«κίναιδου» ), όλοι τους «Ζωϊκοί» και άμεσα εξαρτημένοι από τον Μητροπολίτη. Κι από την άλλη πλευρά, των μαρτύρων υπεράσπισης που αποτελούνταν από την «αφρόκρεμα» του πνευματικού κόσμου ( Καθηγητές Πανεπιστημίου, Φιλόλογοι, Τεχνοκριτικοί, ο Πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών, ο επί χρόνια Διευθυντής του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. α ). Εκεί άλλωστε στηρίχτηκε κυρίως και η υπερασπιστική «γραμμή» των δικηγόρων των κατηγορουμένων, συνοψισμένη επιγραμματικά με το κύρος και την εξαιρετικά σύντομη : 3΄ μόνο λεπτά (!) αγόρευση του καλύτερου ίσως-τότε, ποινικολόγου της Θεσσαλονίκης : Ιπποκράτη Ιορδάνογλου. Δυστυχώς όμως η προσωπική απόφαση του Ηλία Πετρόπουλου να φύγει, από τότε, στο εξωτερικό και να εγκαταλείψει οριστικά την Ελλάδα, «έλυσε τα χέρια» του Εφετείου να εκδώσει καταδικαστική απόφαση «ερήμην» και παρεπόμενα να εγκλειστούν στη φυλακή οι υπευθύνοι της έκδοσης του περιοδικού.
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω εδώ, πριν από την ( απομαγνητοφωνημένη ) απολογία μου, μια προσωπική διευκρίνιση.
Επηρεασμένος ίσως κι από την νοοτροπία και συμπεριφορά του Ηλία (Πετρόπουλου) στο πρωτοδικείο δεν απολογήθηκα. Είχε προηγηθεί η λακωνικότατη «απολογία» του, που δήλωσε ξεκάθαρα-όσο και...προκλητικά, όπως το συνήθιζε : «ο κάθε καλλιτέχνης γράφει ό, τι θέλει για να ευχαριστηθεί η ψυχούλα του !...» ( κάτι που ομολογώ, πως «ζήλεψα» και θα 'θελα να είχα τότε το ανάλογο θάρρος και την «άνεση» να το πω κι εγώ... ), κι έτσι, όταν ήρθε η σειρά μου και με κάλεσαν, τους είπα μόνο : «δεν έχω να πω τίποτε...με κάλυψαν απόλυτα οι μάρτυρες υπεράσπισης».
Λίγους μήνες όμως μετά, στο Εφετείο, με απόντα πια τον Πετρόπουλο και την διαγραφόμενη βέβαιη καταδίκη με φώναξε ο συνήγορός μου και παλιός οικογενειακός φίλος και μου είπε ξεκάθαρα : «ήρθα εδώ μόνο για 'σένα. Όπως ξέρεις δεν αναλαμβάνω πια υποθέσεις ο ίδιος. Επί πλέον είμαι ιδιαίτερα πιεσμένος και ανήσυχος γιατί εδώ και μια 'βδομάδα, έχουν συλλάβει – όπως ξέρεις, τον γιο μου τον Χρυσάφη, και δεν μου λένε, ούτε με την ιδιότητα του πατέρα, του δικηγόρου, ακόμη και του πρώην Υπουργού ( στην κυβέρνηση Κανελλοπούλου, όταν εκδηλώθηκε η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 ) πού είναι το παιδί μου, γιατί ακριβώς κατηγορείται, και αν μπορώ να τον δω. Σε σχέση λοιπόν με τη δίκη αυτήν δεν έχει νόημα η παρουσία τόσο ή δική σου, όσο και η δική μου εάν δεν απολογηθείς, όπως έκανες στο Πρωτοδικείο. Δεν σου λέω τί πρέπει να πεις. Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη να πεις ό, τι νομίζεις...Αλλά μην τους προκαλέσεις άλλο με την σιωπή σου.
Δυστυχώς (;) δεν είχα-τότε την ευχέρεια να τα αφήσω όλα πίσω μου και να φύγω κι εγώ «στο πουθενά», όπως ο Ηλίας. Και επί πλέον βρήκα τόσο "αφοπλιστικό", όχι μόνο το ανθρώπινο αλλά και το δικονομικό δίκιο του Ιπποκράτη Ιορδάνογλου. Και έτσι είπα όσα ακολουθούν, αφού προηγουμένως ζήτησα από τον αξέχαστο-παιδικό φίλο Κωστή Μοσκώφ, που καθόταν ακριβώς πίσω μου να φέρει – όσο μπορεί πιο γρήγορα, το «10» του Καραγάτση...
Δυο λεπτομέρεις ακόμα, που συγκράτησα ... Θυμάμαι έναν ιερέα, αρχιμανδρίτη-τότε στη Μονή Βλατάδων, που παρακολουθούσε όλη τη δίκη, με ξεκούμπωτα ράσα, και λυτό το κολάρο του, που κάπνιζε... αγέρωχα στους διαδρόμους, να με σπρώχνει φιλικά από πίσω : «αγαπητέ Θέμη, μη κρίνεις όλους μας, όλη την Εκκλησία, μόνο από αυτούς που ήρθαν εδώ να σας κατηγορήσουν...Πες τα δικά σου λόγια να τα ακούσουν όλοι...»
Και 2-3 μέρες αργότερα μου είπε η γυναίκα μου πως, όταν διάβαζα στο τέλος της απολογίας μου το απόσπασμα από το «10» του Καραγάτση ( ένα απόσπασμα ιδιαίτερα τολμηρό και προκλητικό ) το ακροατήριο – έχοντας πια αντιληφθεί τί προσπαθούσα να κάνω απέναντι σ' ένα «στημένο» Εφετείο, αντί να εκδηλώνεται με επιφωνήματα, ειρωνικά σχόλια, γέλια κλπ ,που θα προκαλούσε το Προεδρείο και την εκκένωση της αίθουσας, κράτησε μια...εύγλωτη σιγή. "Βελόνα αν έπεφτε θα ακούγονταν".
Η απολογία μου στο Εφετείο της Δίκης του «Τραμ»
9 Νοεμβρίου 1972 ( λίγο πριν τα ... μεσάνυχτα ! )
Κύριοι δικασταί, με απόλυτο σεβασμό αλλά και απορία βρίσκομαι μπροστά σας. Απορία γιατί το κείμενο με το οποίο συνεργάσθηκα στο «Τραμ » ούτε σαν πρόθεση ούτε σαν αποτέλεσμα - αυτό σε σχέση με τις καταθέσεις των ειδικών, δικαιολογεί την κατηγορία που του απευθύνεται.
Δυστυχώς υπάρχει ένας αδιόρατος πέπλος ανάμεσα σ' αυτούς που εκφράζονται στο χώρο της Τέχνης και στους δέκτες. Πολλοί απ' τους καλλιτέχνες διέπονται θα 'λεγα από μια υπεροψία απέναντι στους θαυμαστές τους και πολύ περισσότερο στους επικριτές τους. Θα κάνω μια προσπάθεια να σχίσω αυτόν τον πέπλο σ' ό,τι έχει σχέση με μένα τουλάχιστο, για δυο λόγους :
Πρώτα, γιατί και προσωπικά πιστεύω πως δεν πρέπει να διατηρείται κι έπειτα γιατί - ας μου επιτρέψετε την έκφραση - άρχισα πλέον να α ν η σ υ χ ώ...
Επομένως θα κάνω μια σύντομη ανάλυση στο «επίμαχο» κείμενό μου, πράμα που για να είμαι ειλικρινής δεν είχα κατά νου να πράξω προτού συνειδητοποιήσω σε...βάθος μερικά σημεία αυτής της δίκης.
Πριν έρθω όμως στο κείμενο θέλω να απαντήσω σ' ορισμένα «πιστεύω» που διατυπώθηκαν απ' τους μάρτυρες κατηγορίας. Δεν συμφωνώ πως η «τέχνη είναι συνταυτισμένη με την ηθική». Ούτε σήμερα οι προσπάθειες και των δύο πλευρών άγγιξαν κάποιο ορισμό της Τέχνης μια κι επίσημα δεν υπάρχει κανείς. Ο καλλιτέχνης σ' οποιοδήποτε χώρο εκφράζεται, αναπλάθει κατά βάση τα βιώματα που του δημιουργεί το περιβάλλον, με την προσωπική του ζύμη και τα επιστρέφει σ' αυτό. Όταν ο δέκτης, ανακαλύπτοντας κάποιο νόημα αγγίξει τη συγκίνηση που ένιωσε ο δημιουργός τότε δημιουργείται ένας σπάνιος ψυχικός κραδασμός. «Η τέχνη είναι επιμιξία με τους άλλους.». Συνεχίζοντας θα 'λεγα πως καταντά πια αυτονόητο ότι ο καλλιτέχνης παίρνει κατά την ευαισθησία του οποιοδήποτε βίωμα απ' το περιβάλλον, είτε αυτό είναι καλό, είτε κακό, είτε ευχάριστο, είτε οδυνηρό. Η έκφραση του δεν καθορίζεται διαμορφωτικά μόνο από τα «ηθικά» στοιχεία, διότι απλούστατα αποσιωπώντας τα άλλα δεν θα 'ταν αληθινός.
Αναφερόμενος ειδικότερα στην πεζογραφία θα δώσω ένα παράδειγμα : στο μυθιστόρημα λχ. έχουμε, όπως λέμε, «ηθογραφία». Εννοώντας πως οι ήρωες που κινεί ο συγγραφέας ταυτίζονται ή συγκρούονται σ' αμφίβολης έκβασης πάλη. Το νόημα ή, αν θέλετε, το όποιο «ηθικό» μήνυμα καλείται να το ανακαλύψει ο καθένας απ' τους αναγνώστες πάντα ανάλογα με την δεκτικότητα ή τα απωθημένα του. Ο συγγραφέας πια είναι άμοιρος των συμπερασμάτων του δέκτη γιατί υπάρχει το «πρισματικό», oι διάφορες οπτικές γωνίες, η διάφορη μόρφωση και καλλιέργεια στην πρόσκτηση του αναγνώστη. Δεν είναι λοιπόν δυνατό να «ηθογραφούμε κοινωνία αγγέλων», όπως "αποζητά" το χριστιανικό πιστεύω των μαρτύρων γιατί απλούστατα πρέπει να τους θυμίσω ( πάντοτε «χριστιανικά» ), πως μας περιστοιχίζουν και διάβολοι ! Εδώ θέλω να προσθέσω κάτι αρκετά σημαντικό ( σύμφωνα πάντα με την προσωπική μου άποψη ). παραθέτοντας αυτό που είπε ένα απ' τα λαμπρότερα πνεύματα της εποχής μας, ο Ζ. Π. Σαρτρ. Λυπάμαι για μια πιθανή ανακρίβεια στη μεταφορά του μια και το διάβασα πριν από αρκετά χρόνια και το 'χω κάπως ξεχάσει σαν διατύπωση. Σε συνέντευξη λοιπόν που ακολούθησε μια διάλεξή του αναφέρθηκε απαντώντας σε σχετική ερώτηση πάνω στον ιδανικά ευαίσθητο χώρο που μπορεί να εκφρασθεί ένας καλλιτέχνης με το ακόλουθο παράδειγμα :
« ... Ας φανταστούμε μια ποδοσφαιρική ομάδα. Στην ομάδα αυτή παίζουν μπροστά οι κυνηγοί, αυτοί που σκοπό τους έχουν να πετύχουν τα γκολ, αξιοποιώντας την κατάλληλη ευκαιρία ή μια καλή πάσα. Στην ίδια ομάδα υπάρχει κι ο τερματοφύλακας. Αυτός παίζει πίσω, κάτω από τα γκολ-ποστ. Ζει σε μια διαρκή αγωνία να μη δεχθεί γκολ, να μην αφήσει να περάσουν τα γκολ. Πιστεύω πως αν κάποιος απ' την ομάδα αυτή έχει μια προδιάθεση να εκφρασθεί, αυτός είναι ο τερματοφύλα-κας. Θα μπορούσε, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να γράψει μια μέρα ένα καλό βιβλίο για το...ποδόσφαιρο».
Νομίζω κ. Δικασταί πως τέλειωσα με την γενική τοποθέτηση. Δυστυχώς ή ευτυχώς ανήκω στην κατηγορία του τερματοφύλακα. Στα «όνειρά» μου έρχονται γερασμένες μομφές, μου δημιουργούν ένα πλαίσιο αγωνίας γιατί μ' αυτές πρέπει να σμίξω κι αυτό νομίζω πως είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα που δεν μπορεί να μου το «στερήσει» κανείς και κανένα Δικαστήριο.
Και τώρα έρχομαι στο κείμενο και πρώτα θέλω να διευκρινίσω μερικά σημεία γύρω απ' αυτή την συνεργασία μου .
1. Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 1963. Λίγα χρόνια μετά πρέπει να παραδεχθώ πως διέκοψα - προσωρινά ή όχι δεν το ξέρω - την επαφή μου με την λογοτεχνία μια και με κράτησαν μακριά επαγγελματικές ασχολίες. Αυτό όμως - και πρέπει να το τονίσω εδώ - δεν σημαίνει πως η δεκαετία που πέρασε μου δημιουργεί κανενός είδους «άλλοθι», όπως άτυχα προσπάθησαν να ερμηνεύσουν φιλικοί μου κύκλοι ακόμα, κι η υπεράσπισή μου στην πρωτοβάθμια εκδίκαση. Δίδοντας ένα κείμενο του 1963 το 1972 σημαίνει πως το δέχομαι ακόμα απόλυτα. Θα πρόσθετα μάλιστα πως μ' αυτή την ευκαιρία άνοιξε ένα "ξεχασμένο" κλειστό παράθυρο και μου αποκάλυψε ξεκάθαρα με πόση συγκίνηση είναι γραμμένο.
2. Έχοντας γνώση ή διαίσθηση μερικών πραγμάτων ( εδώ αναφέρομαι στο θέμα της δημοσιότητας και της "μέσης" δεκτικότητας ) δε θα 'δινα ίσως το κείμενο αυτό σ' ένα έντυπο πλατιάς επικοινωνίας λ.χ. σε μια εφημερίδα.
3. Το «Τραμ» είχα προσέξει ήδη πως ήταν ένα σωστό κι αξιόλογο λογοτεχνικό περιοδικό. Σ' αυτό συνεργάσθηκαν μεγάλοι ποιητές όπως ό Σεφέρης, το Α' Νόμπελ στη χώρα μας, ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κ.α.
4. Ο καθηγητής Γιώργος Σαββίδης που τον εκτιμώ βαθύτατα — είναι μια εξέχουσα μορφή στο χώρο της κριτικής φιλολογίας στη χώρα μας - με παρότρυνε να συνεργασθώ με το «Τραμ» , δημιουργώντας μου έτσι μια αφορμή να επιστρέψω στο χώρο της Λογοτεχνίας όπου, όπως πίστευε, έχω να δώσω μερικά πράματα.
Σχετικά με το κείμενο : θέλω να διευκρινίσω απόλυτα πως τίποτα μες στις γραμμές του δεν έχει «ξεφύγει». Κ ά θ ε λέξη και εικόνα είναι
η θ ε λ η μ έ ν η κυρίως οι πιο τολμηρές γιατί μόνο μ' αυτά πίστευα ότι θα εκφρασθώ σωστά.
Ήδη απ' την επίπονη διαδικασία και τα όσα ειπώθηκαν μπορώ να διαιρέσω τους πιθανούς αναγνώστες του κειμένου, είναι α/ Αυτοί πού "ξέρουν", οι ασχολούμενοι καθ' οιονδήποτε τρόπο με την λογοτεχνία, οι ειδήμονες και β/ " Ο μέσος άνθρωπος" κατά την έκφραση του κ. Εισαγγελέα.
Δεν θα σταθώ εδώ στους πρώτους. Μ' αυτούς δεν υπάρχει κανένα "πρόβλημα". Ορισμένοι απ' αυτούς ήρθαν και κατάθεσαν στην υπεράσπισή μας. Αυτοί βέβαια «πήραν» και πολύ περισσότερα πράματα πέρα απ' τις λέξεις. Άγγιξαν τους συμβολισμούς και το «νόημα».
Με τούς δεύτερους, τουλάχιστον όπως και...εάν εκπροσωπήθηκαν σήμερα εδώ, θα μου επιτραπεί να μιλήσω στη γλώσσα τους. Υπάρχουν λοιπόν λέξεις που κατά το κατηγορητήριο «προσβάλλουν καταφώρως την δημοσίαν αιδώ ως άσεμναι». Τις αναφέρω και πάλι, ονομάζοντάς τες : «γεννητικά όργανα», «αυνανισμός», και «σπέρμα» ...Ε, λοιπόν : υ π ά ρ χ ο υ ν ό λ ε ς σ τ α λ ε ξ ι κ ά .
Συνεχίζω : ομίλησαν «περί διεγέρσεως και προτροπών...». Απαντώ, πως δεν υπάρχει, πάντοτε με την «ηθική» τους , κανένας εξωραϊσμός πράξεων ή σκέψεων του έκδηλα δυστυχισμένου «ήρωα» μου. Συμβαίνει μάλιστα α κ ρ ι β ώ ς το αντίθετο. Και σας διαβάζω αμέσως μερικές φράσεις και ορισμένα χαρακτηριστικά επίθετα που το επιβεβαιώνουν σαφέστατα : ο ήρωας λοιπόν «κοιτάζει με έκπληξη» αυτή την κοπέλα. Συγχρόνως αισθάνεται « πόνο», είναι «χωρίς θέληση» , αργότερα : «σε γελοία κατάσταση» , υπάρχει κάτι σ' όλα αυτά που « τον τρομάζει κιόλας» , βρίσκεται «ανήμπορος στο κρεβάτι», τέλος διαπιστώνει πως μ' αυτά «χάλασε πάλι τη ζωή του»...
Δεν βρίσκεται λοιπόν πουθενά κανένας εξωραϊσμός πράξεων ή καταστάσεων ώστε να δημιουργείται προτροπή ή παράδειγμα προς μίμηση. Αντίθετα : απαντώντας στην "ωφελιμιστική δίψα" τους - που επαναλαμβάνω πως για μένα τουλάχιστο σε καμιά περίπτωση δεν διαμορφώνει τέχνη, υπάρχουν θέσεις «προς αποφυγήν». Αυτά ως προς αυτούς.
Φυσικά οι πρώτοι, για να κλείσω πάλι μ' αυτούς τον κύκλο γύρω απ' το κείμενό μου, πρόσεξαν και μερικές «άλλες λεπτομέρειες» :
- Πως ο αστυνομικός που είναι κατά κάποιο τρόπο το «τέρμα» μιας τέτοιας «κατάστασης» κοιτάζει τον ήρωα μ ό ν ο στο πρόσωπο κι όχι στο γ υ μ ν ό του σώμα.
- Πως «ο ήλιος πειράζει» ακόμα κι όταν δεν υπάρχει...
- Πως ορισμένες σκηνές επανέρχονται προς το τέλος σαν εικόνες και όχι βέβαια τυχαία. Τίποτε, δεν είναι τυχαίο όπως σας τόνισα και πιο πριν. Ιδιαίτερα η σκηνή που ο ήρωας με τη συντροφιά του γ υ μ ν ο ί διασχίζουν αυλές γεμάτες απλωμένα ρούχα, χωρίς-ωστόσο να πάρουν κάτι να ρίξουν επάνω τους κλπ. κλπ.
Όλο το κείμενα διέπεται από ένα έντονο συμβολισμό. Θέλω να έρθω κι εγώ - άλλη μια φορά, στην «επίμαχη» σκηνή του αυνανισμού : Πέρα από το παραδεκτό αυτής της διεξόδου, τουλάχιστο και κυρίως στους εφήβους, θα μπορούσαν να την δουν και στην επεκτατικά συμβολική της έννοια. δλδ. από υποκατάστατο της σεξουαλικής χαράς μέχρι και σαν συμβιβασμό στην αντιμετώπιση της ζωής και της αλήθειας.
Δε θέλω να προσθέσω άλλα. Νομίζω πως υπήρξα αρκετά σαφής. 0ύτε να σας κουράσω περισσότερο αναφερόμενος στα άπειρα παραδείγμα-τα απ' τον απέραντο χώρο της τέχνης. Ας μην πάμε ούτε μακριά στο παρελθόν. Ο Γερμανός Χ. Μπέλ, το φ ε τ ε ι ν ό Νόμπελ Λογοτεχνίας έχει σκηνές και περιγραφές πολύ τολμηρότερες που ωστόσο και γι αυτό εξυπηρετούν θαυμάσια την διατύπωση των μηνυμάτων. Απ' τον ίδιο όμως και ειδικότερα απ' το «Ομαδικό πορτραίτο με μια κυρία» δεν αντέχω στον πειρασμό να μη μεταφέρω εδώ μια φράση : «Γιατί η Τέχνη πρέπει να μας αφήνει ακάλυπτους όταν και το παραμικρότερο λ ε ξ ι κ ό μας καλύπτει ;...»
Εδώ κανονικά θα μπορούσα να είχα τελειώσει. Επανέρχομαι όμως σε κάτι που είπα στην αρχή και με διακατέχει : α ν η σ υ χ ώ και μάλιστα πολύ... Γι' αυτό θέλω, και σας ζητώ να θεωρηθεί σαν α ν α π ό σ π α σ τ ο μέρος της απολογίας μου, να διαβάσω σε σας και στο ακροατήριο μια σελίδα απ' την Ελληνική Λογοτεχνία, της α π ό λ υ τ η ς εκλογής μου :
...............................
Λοιπόν... είναι από το έργο «10» του υπό το ψευδώνυμο Μ. Καραγάτσης συγγραφέα Ροδοπούλου.
Σας διαβάζω απ' τη σελίδα 304 ως τα μισά της 305.
.............................................................................................
Κάτι ακόμα : πριν είκοσι μέρες περίπου διάβασα στο «Βήμα» ( ή στα Επίκαιρα ; ) αν δεν κάνω λάθος, πως σ' ένα είδος φιλολογικού μνημόσυνου που έλαβε χώρα στο σπίτι της Κας Καραγάτση, εξέχουσες μορφές των γραμμάτων, των Τεχνών και της Ακαδημίας εξέφρασαν τη βαθειά τους λύπη γιατί ο θάνατος έκοψε τόσο απότομα το νήμα της ζωής του Καραγάτση και δεν του επέτρεψε να τελειώσει το «10».