Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Ελευθεροτυπία 13-4-1990 - Ελεύθερο Βήμα
Οι ήρωες του 1821 έγιναν ... σπεσιαλιτέ
Λαχταριστός μεζές ακούει στο όνομα...«Μπουμπουλίνα». Είναι να τρελαίνεσαι...
Του ΚΩΣΤΑ ΛΟΓΟΘΕΤΗ αντιπροέδρου Ένωσης Δικαστών, Εισαγγελέων
ΑΝ ΜΕΣΑ στο γενικό χαμό των ημερών ζητούσε κάποιος αρθρογράφος την προσοχή τού αναγνώστη για σαλάτες λαχταριστές, σουβλάκια ξεροψημένα και μοσχαράκια κοκκινιστά, θ' αντιμετωπιζόταν σίγουρα με έκπληξη. Και εύλογη θα ήταν η απορία, γιατί τις όποιες γαστριμαργικές του γνώσεις δεν τις εκθέτει στον Τσελεμεντέ παρά τις γράφει στην «Ε». Αντίθετα, αν το άρθρο προανήγγελε την ενασχόληση με τον Μιαούλη, την Μπουμπουλίνα και τον Υψηλάντη, σίγουρα θα προκαλούσε το ενδιαφέρον, τουλάχιστον όσων ασχολούνται με την Ιστορία.
Και μετά την... περίεργη εισαγωγή, ένα ερώτημα : μπορεί ποτέ η Μπουμπουλίνα να ενδιαφέρει έναν καλοφαγά και ο Μιαούλης κάποιον χορτοφάγο; Μη βιαστείτε να απαντήσετε. Πριν το κάνετε, σκεφτείτε πως ο μεγαλύτερος παραλογισμός μπορεί να είναι λογικός στη χώρα του παραλόγου. Και μέχρι να βρεθεί η απάντηση, εμείς ας προχωρήσουμε, αρχίζοντας από τον ολοσέλιδο τίτλο είδησης της 16.3.1990 σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας: «ΜΙΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ ΣΤΟ ΠΙΑΤΟ ΣΑΣ». Και ο υπότιτλος : «Μπουμπουλίνα, Μιαούλης, Αμαλία, Υψηλάντης προσφέρονται λαχταριστές στο πιάτο σας, προκαλώντας σας να τις φάτε. Δεν πρόκειται βέβαια για τους ήρωες της Επανάστασης, αλλά για σαλάτες που σερβίρονται σε παραδοσιακό, γνωστό ρεστοράν της Θεσσαλονίκης».
Μη θέλοντας ίσως ο καλός εστιάτορας να αφήσει τους υποψήφιους πελάτες του σε απορία, προχωρεί και στις παρακάτω διευκρινίσεις: «Η Μπουμπουλίνα είναι τυρί φέτα με καυτερή πιπεριά, ο Υψηλάντης καπνιστή πέστροφα (κάπου θα συνδύασε τις πέστροφες με τον Δούναβη και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες) και ο Μιαούλης τόνος με μουστάρδα» (προφανής η συνειρμική σύνδεση του καπετάνιου με τα θαλασσινά). Και ακολουθούν τα ονόματα των σπεσιαλιτέ: γιαουρτλού, χουνγιάρ μπεγιαντί, μοσχάρι χανούμ, μπεκρή μεζέ, τσουκάλι χαγιάτ κλπ. κλπ. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Πάντως, ολόκληρη η Επανάσταση στο τραπέζι σας ! Κι αν λείπει κάποιος, μπορείτε να τον παραγγείλετε, ακόμα και στην τύχη: Με «μία» Τζεβέλλαινα και «ολίγη» από Κατσαντώνη, ποιος ξέρει τι μπορεί να σας αποκαλύψει η φαντασία του μάγειρα. Ίσως κυνήγι με τα σκάγια στο σώμα, όπως η Μόσχω Τζαβέλλα, ή κρέας λιανισμένο όπως λιάνισε ο Αλής τον Κατσαντώνη. Και μάλλον με βεβαιότητα μπορεί να προβλέψει κανείς, ότι με την παραγγελία «Διάκος» θα αφιχθεί ξεροψημένο αρνί στη σούβλα.
ΘΑ ΔΥΣΚΟΛΕΨΕΤΕ βέβαια τον «σεφ» με την παραγγελία «Διονύσιος» ή «Σεραφείμ». Πώς να σερβίρει το κρέας ; Αλλού το σώμα κι αλλού το κεφάλι ; Λεπτομέρειες, θα πείτε. Τι χρωστάει ο άνθρωπος, αν αυτοί πήγαν κι αποκεφαλίστηκαν, και μπερδεύουν και μας κι αυτόν; Αν κάθονταν στο σπιτάκι τους, και τούρκικα θα μιλούσαμε ακόμα, και δεν θα σπάζαμε το κεφάλι μας να βρούμε τι σημαίνει γιαουρτλού και χουνγιάρ μπεγιαντί. Δεν θα γίνονταν βέβαια από τους απογόνους τους σαλάτες, φρούτα και γλυκά, αλλά, ποιος ξέρει, όλο και κάτι θα σκαρφίζονταν οι λαμπροί απόγονοι για να τους εξευτελίσουν. Εδώ δεν αφήσαμε ζωντανό για ζωντανό που να μην τον διασύρουμε αρκούντως. Στους νεκρούς θα σταματούσαμε ;
. Τώρα βέβαια, να τρίζουν τα κόκαλα του Μακρυγιάννη και του Παπαρρηγόπουλου, ας κάνουμε πως δεν ακούμε. Για τύψεις είμαστε τώρα ; Κοιτάζοντας, λοιπόν, το μέλλον και μάλιστα με γυαλιά με τρεις φακούς, πού να μείνει καιρός για το παρελθόν. Άλλωστε, το 1821 ό,τι είχε να δώσει το έδωσε. Σε δάκρυα, σε αίμα, σε κρεμασμένα κορμιά, σε καμένους ζωντανούς και σε τσακισμένα κόκαλα. Αν δόσει και κάποια ονόματα σε σαλάτες και κεφτέδες,τόσο το καλύτερο. Επιχειρηματικό δαιμόνιο είναι αυτό, και ό,τι βγάλουμε, κέρδος είναι.
Η ΜΗΠΩΣ και δεν είναι; Ή μήπως το κατάντημά μας έχει πια ξεπεράσει κάθε ανεκτό όριο; Το ερώτημα δεν αναφέρεται στον «ιστοριοδίφη» ταβερνιάρη της Θεσσαλονίκης. Αυτός, έτσι το είδε, έτσι το έκανε. Το ερώτημα αφορά όλους εμάς. Που άλλοι διαβάσαμε, άλλοι γευθήκαμε (στην κυριολεξία) και άλλοι πληροφορηθήκαμε την απίστευτη έμπνευση. Ποια ήταν η αντίδραση; Ποιο άτομο, ποιος φορέας και ποια Αρχή συγκλονίστηκε, βλέποντας το Συναξάρι του Γένους να γίνεται βαπτιστήρια κολυμβήθρα των μεζέδων, των ψαριών και των μυδιών; Ή μήπως το σώμα και το αίμα των ηρώων της φυλής μας ταιριάζει με το κρέας και τις σάλτσες της ταβέρνας;
Ας αναλογιστούμε τι θα κάναμε, αν αυτός ο εξευτελισμός μας γινόταν σε κάποια άλλη χώρα. Θα ξεσηκωνόμασταν, θα αρχίζαμε τις διαμαρτυρίες και τα διαβήματα, και θα βάζαμε (και πολύ σωστά) την εθνική αξιοπρέπεια πάνω από την όποια πολιτική σκοπιμότητα. Τώρα που η αδιαντροπιά είναι δίπλα μας, τη συναγωνιζόμαστε με ίση ποσότητα αδιαφορίας. Ας μην απορήσουμε, λοιπόν, αν στο μέλλον ο ίδιος ή άλλος λαμπρός επιχειρηματίας ποικίλλει το μενού του και με τη νεότερη Ιστορία.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, ο τόπος μας είναι ποτισμένος με το αίμα χιλιάδων και χιλιάδων που φρόντισαν να έχουμε εμείς αυτό που λέμε ελευθερία, περηφάνια και φιλότιμο. Τι θα εμπόδιζε, οι ήρωες που χάθηκαν στη Μικρασία, που άφησαν τα κόκαλά τους στην Αλβανία και που σφάχτηκαν στα βουνά και στα λαγκάδια, να γίνουν ονόματα σε κεφτέδες και σουτζούκια; Μήπως το ότι το κατάντημά μας έχει κάποιο όριο ; Kαι να ήταν έτσι, αυτό το έχουμε ξεπεράσει προ πολλού. Μήπως το ότι διασώζεται το εθνικό φιλότιμο; Και να είναι έτσι, βρίσκεται σε χειμέρια νάρκη.
ΤΟ ΟΤΙ ζούμε σε εποχή κατεδάφισης των πάντων, είναι κάτι για το οποίο δεν φταίει ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας. Η σοβαρότητα του περιστατικού εστιάζεται στο ότι είναι η πρώτη ίσως ένδειξη ότι η ισοπεδωτική μανία μας άρχισε να εξευτελίζει πρόσωπα για τα οποία είναι περήφανη και η παγκόσμια Ιστορία. Ο Ντελακρουά, ο Ντέιτον, ο Μπάυρον, ο Πλομάρ φρόντισαν με τα έργα τους να κάνουν τούς ήρωες γνωστούς σε ολόκληρη την πολιτισμένη ανθρωπότητα. Κάποιοι από τους απογόνους των ίδιων των ηρώων φρόντισαν να δώσον «τα άγια τοις κυσί», ταυτίζοντάς τους με σουβλάκια, σαλάτες και τζατζίκια.
Όταν η Μόσχω Τζαβέλλα αντίκρισε το γιο της νεκρό μετά τη μάχη, το μόνο που είπε ήταν :
«Καλότυχε συ, ω υιέ μου, οπού τόσον τιμίως απέθανες. Το όνομά σου εγράφη εις τον κατάλογον της αθανασίας». Ούτε η δική της φαντασία ούτε εκείνη του ανώνυμου συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει το ότι ο Τζαβέλλας θα βρίσκονταν γραμμένος, εκτός από τους καταλόγους της αθανασίας, και στους καταλόγους της περί ης ο λόγος ψαροταβέρνας.
Από όσο γράφει το ρεπορτάζ που αναφέραμε στην αρχή, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός μάλλον ξέφυγε από την εμπλοκή με την ταβέρνα της Θεσσαλονίκης. Θα ήταν άραγε μεγάλη απαίτηση, να φρόντιζε κάποια Αρχή της πόλης, τουλάχιστον για τη μέρα της μεγάλης γιορτής, να σταματούσε ο εμπαιγμός της μνήμης, και των άλλων ηρώων; Εκτός πια κι αν αντιδρά ο ιδιοκτήτης, προσδοκώντας κάποια αυξημένη πελατεία; Δεν είναι δα και μικρό πράγμα, να καταβροχθίζεις το βράδυ αυτούς που το πρωί στεφάνωνες.
Όπως και να 'χει το πράγμα, μόνον ένας στίχος του Ντίνου Χριστιανόπουλου μπορεί να είναι η κατάληξη αυτού του σημειώματος:
«Καημένε Μακρυγιάννη, να ΄ξερες γιατί το τσάκιοες το χέρι σου !»