Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Άσκηση μνήμης και...υποκρισίας στο Συμπόσιο...φαντασιακής λογοτεχνίας του ΟΠΠΕΘ , την...Πρωταπριλιά του 1997
Κυρίες, Δεσποινίδες, Κύριοι *
Καλό μήνα !
Ευχαριστώ τον πολιτιστικό... οργασμό και ιδιαίτερα τους φίλους Δημήτρη Καλοκύρη και Φαίδωνα Χατζηαντωνίου, που θυμήθηκαν να μου ... θυμίσουν το Χρόνο και το Χώρο αυτού του Συμποσίου. Είναι μάλλον γνωστό σε πολλούς από 'σας ότι και με τους δύο αυτούς καθοριστικούς παράγοντες της επίγειας παρουσίας μας δεν έχω, προσωπικά, καλές σχέσεις. Για την ακρίβεια επιμένω να τους υποτιμώ ενώ είναι τόσο υπολογίσιμοι... Λόγοι ανωτέρας σωματικής και ψυχικής βίας είναι πιθανό να μην επιτρέψουν την παρουσία μου στο Συμπόσιο, οπότε την ανάγνωση αυτής της «κατάθεσής» μου θα την κάνει ευγενικά (και καλύτερα από 'μένα) ο Γιώργος Χειμωνάς, που καταπώς μου είπε ίσως.... συμπέσει στο...συμπόσιο, αν δεν εμφανίσει και αυτός καμιά υποτροπή υποτίμησης των δύο παραγόντων «Χ», που ανέφερα πιο 'πάνω !
Μετά από αυτές τις απαραίτητες, κατά την αποκλειστική μου πάντα γνώμη, διευκρινίσεις, έρχομαι (σιγά και δειλά!) στο θέμα του σημερινού μας συμποσίου, για να καταθέσω μια προσωπική μου εμπειρία και μόνο. Το τονίζω αυτό, καθώς ευτύχησα και ο «Θεός» με....προφύλαξε από φιλολογικές σπουδές και παρεπόμενες νοοτροπίες. Άλλοι ... «ατυχήσαντες» και αρμοδιότεροι θα....συσκοτίσουν περισσότερες λεπτομέρειες! Και εξηγούμαι, χωρίς ντροπή ή φόβο, ότι δεν έχω ιδιαίτερες γνώσεις. Όπως εξομολογήθηκα άλλωστε σε ένα ποίημα «Μου λείπουν λέξεις / δεν μπόρεσα να μάθω περισσότερες / εφτακόσιες μπορεί και οκτακόσιες / όσες μιλάει ο τσομπάνης στο Γράμμο...» Κατ' αρχήν διαβάζω πολύ λίγο : πρώτιστα τις κηδείες και παρεπόμενα τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία, τις «ισχνές αγελάδες» που αποφεύγουν να με κοιτάξουνε στα μάτια, όλα ανεξαιρέτως τα ... πεθαμένα λικέρ, ενίοτε και πράγματα πιο ανάλαφρα για να χαλαρώσω : «Νόρες», του τύπου «η αγάπη άργησε να 'ρθει», ή ...ζυγιασμένα ωροσκόπια. Μικρός διάβαζα περισσότερα : Μάσκα, Μικρό ήρωα, Κλασσικά εικονογραφημένα και προ παντός «Χτυποκάρδια»...
Σε σχέση όμως με τον Άρθουρ Τζοφ Άρενς, (που είναι ο τιμώμενος συγγραφέας αυτού του συμποσίου, και παρ' όλο που ήταν αγγλικής καταγωγής, είχε από την ...μητέρα του την γερμανική υπηκοότητα με την οποία έγινε ευρύτερα γνωστός), είχα πολύ παλιά μια ανεπανάληπτη ( αυτό κι αν δεν είναι ...κυριολεξία ! ) γνωριμία. Πρέπει να ήτανε το 1948 ή '49. Δε θυμάμαι καλά. Εμείς μέναμε τότε (εκεί γεννήθηκα και έζησα μέχρι το 1963) στην Αριστοτέλους 16, στο μέγαρο των Σ.Ε.Κ. (νυν ΟΣΕ), το ίδιο κτίριο που αναπαλαίωσε ο ΟΠΠΕΘ '97 όπου ορισμένοι «μπαγιάτηδες» και γκρινιάρηδες βρήκαμε εκεί...«στέγη, τροφή και προστασία»!. Έτσι ξαναγύρισα κι εγώ, όπως οι δολοφόνοι, στον τόπο του εγκλήματος. Στο πρώτο πάτωμα ήτανε τα γραφεία των ΣΕΚ, όπου ο πατέρας μου υποδύονταν το Διευθυντή. Εκεί βρίσκονταν και το εντευκτήριο της χορωδίας των σιδηροδρομικών «Ο Θερμαϊκός» που είχε σαν μεγαλύτερο σουξέ τα «Βατραχάκια» ( μπρεκεκέξ, κουάξ, κουάξ ! ).
Στα άλλα πατώματα μέναμε οικογένειες. Το δικό μας ήταν στο δεύτερο, το διαμέρισμα Νο 5, αριστερά τω εξερχομένω του ανελκυστήρος. Τα περισσότερα δωμάτια και το σαλόνι είχανε πρόσοψη στην Αριστοτέλους. Το δικό μου δωμάτιο έβλεπε πίσω, στην Αγία Θεοδώρα (αυτή ήταν από τις ελάχιστες αγίες της εποχής που δεν εδάκρυζε !) ώσπου χτίστηκε ο ξενώνας της Θεολογικής Σχολής και...απόφραξε τη θέα.
Ο παππούς απ' την μεριά την μάνας μου (κατά κόσμο Χριστόδουλος Οικονόμου) ήταν ψηλός και ωραίος άνδρας, προπαντός τα καλοκαίρια που φορούσε εκείνα τα λινά και εκρού κοστούμια, με το επένθετο ψαθάκι και το μπλε νουάρ μαντηλάκι στο πανωτσέπι. Αυτός μου πρωτόμαθε τάβλι, όταν ήμουν ακόμα επτά χρονώ, που το βελτίωσα αργότερα, μαζί με τα ...μυαλά μου, στην κλινική Βαγιανού της οδού Χαλκιδικής, χάρις σε έναν κουρέα από τις Σέρρες. Αυτόν τον είχανε κλείσει εκεί όταν άρπαξε τη φαλτσέτα να καθαρίσει κάποιον που καταπώς φάνηκε «πηδούσε» τη γυναίκα του, γιατί μια μέρα καθώς ήτανε «φορτωμένος» στο καφενείο, του ξέφυγε η λεπτομέρεια που προκάλεσε την έκρηξη : ότι η λεγάμενη είχε μια μεγάλη καφέ ελιά πλάι από το αιδοίο της, δεξιά...μπαίνοντας. Αυτός λοιπόν, εκτός του ότι μ' έμαθε ότι η ζήλεια μπορεί να σκοτώσει σωματικά και ψυχικά τον άνθρωπο, με δίδαξε, σε πολλά παιχνίδια, ότι το «πλακωτό» μπορείς να το «παλαίψεις» ακόμα κι αν σου έχουν πιάσει την «παραμάνα», παίζοντας ανοιχτά, προκαλώντας το ζάρι σου, κι όχι να τα παρατάς κλείνοντας το τάβλι και να τα βάζεις με τον «κώλο» του άλλου ! Αλλά αυτά ίσως δεν έχουν και πολλή σημασία και να με συμπαθάτε. Τώρα ακριβώς θυμήθηκα άλλο ένα έργο που διάβασα και είδα παλιά, τις «βλαβερές συνέπειες του καπνού»... μονόπρακτο νομίζω το λέγανε. Ενώ το τάβλι έχει πέντε πράξεις, καμιά φορά και επτά, ιδίως όταν παίζουμε και το «φεύγα». Ο παππούς βέβαια, το τάβλι μου το έμαθε στα «πολύ βασικά του» για να μην παίζει...μόνος του γιατί καμιά φορά, εν τη απελπισία του όταν δεν είχε αντίπαλο, το συνήθιζε κι αυτό. Σαν να είχε διχασμένη προσωπικότητα. Φυσικά το απελάμβανε πολύ περισσότερο με έναν ισάξιο αντίπαλο, ας πούμε με τον πατέρα μου, παρ' όλο που συχνά στήνανε επικούς καυγάδες και όχι τόσο για το παιχνίδι, που λειτουργούσε σαν αφορμή, όσο για τα πολιτικά. Εκείνος για να καταλάβετε ήτανε Βασιλικός (Κωνσταντίνος και πετσί!), ενώ ο πατέρας το 'παιζε Βενιζελικός. Στην πραγματικότητα αριστερός ήταν και φαίνονταν (!) κι ας το 'κρυβε επιμελώς απ' τους περιπτεράδες, τους θυρωρούς και τους κουρείς...
Ο παππούς έμενε στο «πατρικό» στη Φιλίππου, πολύ συχνά όμως κοιμότανε και σε 'μας, ιδίως όταν οι δικοί μου λείπανε κανένα ταξειδάκι, για να μου κρατάει συντροφιά και να με... προσέχει. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι με αγαπούσε και με φρόντιζε, μου 'δινε μάλιστα κάθε Σάββατο χαρτζηλίκι (το 'βδομαδιάτικό μου) εκατό δραχμές παρακαλώ! Και 'γω τότε άρπαζα και του φιλούσα το χέρι. Προ πάντων όμως με έβαζε νωρίς – νωρίς να πάω σαν «καλό παιδί» για ύπνο... είχαμε βέβαια και μια «υπηρεσία» (αυτές που τώρα...λέγονται «οικιακές βοηθοί» ή «Φιλιππινέζες»), που ο Χριστόδουλος της είχε αδυναμία και όχι μόνο...
Ένα βράδυ που δεν μου κόλλαγε ύπνος, και είχα αρχίσει να γίνομαι κάπως «υποψιασμένος», σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών και πήγα μέχρι το δωματιάκι της Ελευθερίας. Έτσι τη φωνάζαμε, μπορεί και συμβολικά. Έβαλα το μάτι στην κλειδαρότρυπα (όπως κάνουν με τη δέουσα ταραχή οι περισσότεροι πιτσιρικάδες αλλά κι οι πιο μερακλήδες από τους μεγάλους ! ) και τί βλέπω ; Την Ελευθερία σχεδόν γυμνή, μόνο με την κομπιναιζόν, ξαπλωμένη νωχελικά στο ντιβανάκι της, και πλάι της με ένα μακρύ, μέχρι τους αστράγαλους, μάλλινο σώβρακο, ο παππούς. Πιες λίγο, μικρό μου, της έλεγε και της έδινε γουλιά – γουλιά και τρυφερά, με μικρό ποτηράκι του λικέρ, ένα πράσινο υγρό (πίπερμαν νομίζω το έλεγαν στις γιορτές). Είχανε χαμηλά το ραδιόφωνο, ένα Telefunken με ξύλο και ύφασμα, που έτσι και «ζεσταινότανε» άνοιγε και ένα μάτι πράσινο. Μες στο μικρό δωματιάκι έμπαινε η φωνή της Βέμπο και της Κάκιας (Μένδρη) που έλεγε «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό...».
Κάποια στιγμή, χαμένος κι ο Χριστόδουλος και χήρος, έσβησε το βρωμερό «Ματσάγγος» στο τασάκι και έχωσε τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού στο μισάνοιχτο στόμα της Ελευθερίας και πίεζε εναλλάξ χείλια, γλώσσα και δόντια, ενώ με τα άλλα τέσσερα της χάιδευε το αριστερό της μάγουλο.... Απόψε θέλω να είσαι καλό κορίτσι, της ψιθύρισε, γι αυτό πρώτα θα σου διαβάσω την συνέχεια της «Χίλντας»... πάτησε δύο φορές το πουάρ στο πορτατίφ του κομοδίνου ώστε να ανάψει και η δεύτερη λάμπα για να βλέπει καλύτερα, κι άρχισε να της διαβάζει με μια περίεργη φωνή, εντελώς διαφορετική από κείνη που μιλούσε σε 'μένα...να λοιπόν ό,τι νομίζω πως διέσωσε η παιδική μου μνήμη από ένα δυσεύρετο, αν όχι ανύπαρκτο έργο :
.... Ο Πέτερ ήταν ιδιαίτερα νευρικός από το απόγευμα.
Τώρα είχε σκοτεινιάσει για τα καλά μες στο μεγάλο γραφείο εκείνης της υγρής βίλλας στην Αρετσού, με τις αδιαπέραστες βελούδινες κουρτίνες. Βυθισμένος καθώς ήταν στην μαύρη δερμάτινη μπερζέρα, το κάτασπρο κορμί του φέγγριζε περίεργα, σαν χαυλιόδοντας υπέργηρου δεινόσαυρου. Στη χούφτα του ζέσταινε ήδη το τρίτο Martell Gordon Bleu και παρακολουθούσε με ανέκφραστο βλέμμα τη Χίλντα που, έβαζε για πολλοστή φορά στο γραμμόφωνο Tannhauser, ανεβάζοντας αργά μα σταθερά, σαν κούφιο κύμα, την στάθμη της αγωνίας του. Γύρισε κοντά του, γονάτισε βαριεστημένα ανάμεσα στα πόδια του, και ξαναπήρε το πέος του στα ζεστά της χείλη. Η γλώσσα της , ακαταπόνητη ματαιοπονούσε με μία ασπόνδυλη μάζα. Πότε –πότε με υποκριτική τρυφερότητα του έδινε, εξίσου αναποτελεσματικά, μικρές απανωτές δαγκωνιές.... Κάποια στιγμή, ταπεινωμένη, τραβήχτηκε και ακουμπώντας τα χέρια της στους άτριχους μηρούς του, στήλωσε εξεταστικά το βλέμμα της στο πρόσωπό του.... Τι σου συμβαίνει meine liebe ? Είναι στιγμές που με φοβίζεις.... Έχουμε να κάνουμε έρωτα από 'κείνο το βράδυ στην Οδησσό. Θυμάσαι ; Στο Londonchnaya.
Πετάχτηκε σα να τον δάγκωσε φίδι. Έριξε 'πάνω του μια ρόμπα. Δε θέλω να φοβάσαι και 'σύ. Πνίγομαι εδώ μέσα. Αυτό είναι όλο. Σήκω να ετοιμασθείς. Κανόνισα να βγούμε απόψε. Να σε διασκεδάσω, όπως μόνον εγώ ξέρω...
Μωρό μου, θέλεις να συνεχίσω, ρώτησε με σημασία ο παππούς, καθώς με το ένα χέρι του κρατούσε το βιβλίο, ενώ το άλλο χάιδευε αργά κι επίμονα το κάτω μέρος της κοιλιάς της Ελευθερίας, εκεί που αρχίζουνε οι τρίχες, και ακόμα πιο κάτω κοντά στην τρύπα που κατουρούσε. Θέλω, ψιθύριζε εκείνη με μια φωνή λιγωμένη, που έμοιαζε περισσότερο με κλάμα. Μ' αρέσει έτσι που διαβάζεις, Χρίστο.... (Άκου Χρίστο τον παππού μου!). εκείνος αυτάρεσκα σήκωσε πάλι το βιβλίο. Πρόλαβα να διαβάσω στο εξώφυλλο τον τίτλο. Με καλλιτεχνικούς, γοτθικού τύπου – νομίζω – χαρακτήρες, έγραφε : «Διασκεδάζοντας τη Χίλντα». Πώς να είμαι σίγουρος όμως.... Αυτοί στο μισοσκόταδο και εγώ στην.... Γ' Δημοτικού !
Η μαύρη Mercedes του Γερμανικού Προξενείου, με τα τεράστια φτερά, μπήκε τριζάτη πάνω στο χαλίκι ως μέσα στην αυλή της «Ρέμβης» και έσβησε την μηχανή πλάι στην υπαίθρια τσιμεντένια πίστα του κέντρου. Ήταν και τέλος εποχής, ποιος να χορέψει πια.... Το μαγαζί δεν είχε κόσμο. Δύο τραπέζια μόνο, με ζευγαράκια και γιασεμιά. Θα είμαι εδώ, χερ Πέτερ. Όσο χρειασθεί.... Είπε με σημασία ο σωφέρ που χτύπησε τις μπότες του και υποκλίθηκε καθώς τους άνοιγε τις πόρτες.
Εκείνη τη στιγμή ο παππούς σηκώθηκε να πάρει κάτι από το δωμάτιό του. Μόλις που πρόλαβα να χωθώ στο δικό μου – κατ' ευθείαν κάτω από τα σκεπάσματα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και γρήγορα. Από τότε φοβάμαι πως θα σπάσει. Σαν καταλάγιασε η ταραχή θυμάμαι πως άρχισα να ψάχνω το δικό μου σώμα και να ανακαλύπτω τις διαφορές που είχε με της Ελευθερίας....
Ζαλίστηκα, αλλά με τα αυτιά μου τεντωμένα προσπαθούσα, με κάποια κενά βέβαια και διακοπές, να ακούσω τη συνέχεια της Χίλντας....
Απ΄ ό,τι λοιπόν συγκράτησα,
....ο Πέτερ «έξω φρενών» επιτίμησε χυδαία τον συμπαθή ιδιοκτήτη της Ρέμβης, που παρά το τηλέφωνο που είχε προηγηθεί, δεν έδιωξε τους πελάτες, έστω αυτά τα δύο – τρία ζευγαράκια. Σου είπα, ούρλιαζε, πως θέλω αποκλειστικότητα, και στρείδια και σαμπάνια, που δεν τα βλέπω, μα προπαντός αποκλειστικότητα. Και το εννοώ.... Έξαλλος του ακούμπησε στον πάγκο μια χονδρή δέσμη με εκατόμαρκα και στη συνέχεια του τράβηξε και δύο σκαμπίλια. Το μαγαζί έγινε άνω – κάτω, όπως το θέλησε ο χερ Πέτερ. Ο κόσμος σκόρπισε τρομαγμένος. Στο «πι και φι» ενώθηκαν τρία τραπέζια, μπροστά στη θάλασσα, με κατάλευκα – κολλαριστά τραπεζομάνδηλα και στο πλάι το πιάνο, ένας βιολιστής και το ακκορντεόν. Πνίγηκαν στη σαμπάνια μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Δεν τραγουδούσαν πια... μια μεθυσμένη σιωπή, σαν γέρικη αράχνη, τους τύλιγε με παντοδύναμο ιστό.... Ξαφνικά ο Πέτερ πετάχθηκε ορθός. Με βροντερή φωνή κάλεσε τον σωφέρ και χειρονομώντας, μέσα σε ακατάληπτα παραγγέλματα, τον έβαλε να τηλεφωνήσει στη Μίκρα να ετοιμάσουν αμέσως μια ντακότα για την Λάρισα, να συνεχίσουνε εκεί, σε μαγαζί με ρεμπέτες και χορεύτριες..... τότε σηκώθηκε η Χίλντα τρεκλίζοντας. Ήθελε να πάει στην τουαλέτα. Ο Πέτερ την έπιασε από τον σβέρκο, μετά την γύρισε στα δυνατά του μπράτσα και την πλάγιασε αποφασιστικά στο διπλανό και καθαρό τραπέζι. Με έξαψη επίμονη της ζητούσε να αφοδεύσει εκεί – μπροστά τους, στο λευκό τραπεζομάνδηλο. Ξάπλωσε μάλιστα κι αυτός, στο πλάι – από κάτω της, στηλώνοντας τα λιγωμένα μάτια του στις συσπάσεις του ρόδινου πρωκτού της και άρχισε να αυνανίζεται, ώσπου ο υποπρόξενος τράβηξε το περίστροφο και πυροβόλησε.
Μέχρις εδώ θυμάμαι. Ή ο παππούς σταμάτησε τα λόγια και άρχισε τα....έργα , ή εγώ είχα πια «αποκάμει» -μικρό παιδί για τέτοιες ηδονές....
Πέρασαν τα χρόνια. Ο παππούς πέθανε το '52, μπορεί και το '53. Ή παιδική μνήμη όμως είναι σαν το σφουγγάρι. Κάποτε ξεχείλισε. Πρέπει να ήτανε το 1961, φθινόπωρο. Είχα και τυπικά ενηλικιωθεί.... Θυμήθηκα τον τίτλο. Φυσικά δεν ήξερα (δεν μπόρεσα – ίσως γιατί δεν ήθελα....) να μάθω Γερμανικά. Πήγα ωστόσο στο βιβλιοπωλείο ... «Χλομό» ( ! ), που έφερνε στην πόλη μας ξένους συγγραφείς. Δεν το έχουμε, μου είπε η γυναίκα του. Πρέπει να είναι του Άρενς. Μπορούμε όμως να σας το παραγγείλουμε στο εξωτερικό και να το έχετε σε δέκα-δεκαπέντε 'μέρες. Όταν ξαναπήγα με δέχθηκε ο ίδιος ο Χλομό, στο πατάρι. Γύρω μας υπήρχαν τόσα πολλά βιβλία, που μ' έπιασε κάτι σαν ναυτία. Με κοίταζε διαπεραστικά πίσω από τα γυαλιά του και, ξεκρεμώντας εκείνη την αχώριστη πίπα από τα χείλη του, μου είπε «δυστυχώς, αγαπητέ Θέμη, δεν υπάρχει πουθενά αυτός ο τίτλος : Διασκεδάζοντας τη Χίλντα.... – Δεν είναι δυνατόν, επέμενα εγώ, και είχα από μέσα μου μία περίεργη αίσθηση ότι, ο κατά τα άλλα αξιοπρεπέστατος βιβλιοπώλης, μου έλεγε ψέμματα. Χώρια που από καιρό είχα την απορία γιατί το «Χλο» το έγραφαν στην ταμπέλα τους με όμικρον !... Άκουσε, αγαπητό μου παιδί.... ή γυναίκα μου, όταν το παρήγγειλες, δεν κατάλαβε ακριβώς περί τίνος πρόκειται.... Μπέρδεψε προφανώς το όνομα, γιατί δεν υπάρχει καν συγγραφέας Άρθουρ Τζόφ Άρενς ! κάποιο λάθος κάνεις.... Έφυγα προβληματισμένος. Δεκατέσσερα χρόνια σκέφθηκα δεν είναι και λίγα... μπορεί και να με απατούσε ή παιδική μου μνήμα, και η άγνοια.
Σήμερα όμως, ώριμος ελπίζω, και με αφορμή τούτο το συμπόσιο, με τόσα «ντοκουμέντα» και πληροφορίες, σκέπτομαι ότι ο κ. ... Χλομό, σαν Εβραίος, είναι πολύ πιθανό να ήθελε να εξαφανίσει από προσώπου γης και .... βιβλιοπωλείων έναν Ναζί και μάλιστα διανοούμενο.
Εκτός πάλι....τι να πω.... Να είχα τόσο οργιώδη παιδική φαντασία και να τα γέννησε όλα αυτά το μυαλό μου; Σαν σε όνειρο;
Και η Ελευθερία; Ένας ίσκιος κι αυτή ; Και ο Χριστόδουλος.... με «πλάσμα ατόφιο πλάγιαζε» κι αυτός ;
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε. Και .....του χρόνου !
--------------------------------------------------------------------------------------------
* Ο Θέμης Λιβεριάδης πριν ενάμιση μήνα υποβλήθηκε σε εγχείρηση και, επειδή είναι ακόμα σε ανάρρωση, δεν μπόρεσε να παραστεί για να διαβάσει ο ίδιος την εισήγησή του.