Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Όταν είμαι στεναχωρεμένος τραγουδάω ...
Μία συνομιλία με τον Θέμη Λιβεριάδη *
Ι.Ξ. Με βάνεις τώρα να ανασκαλέψω στη μνήμη τα παιδικά τα χρόνια... Κι όμως θυμάμαι. Τι μυστήριο πράμα : μπορεί να με ρωτούσες τι έφαγα χθες και να παιδεύομαι να το βρω, κι άλλα πράματα, σχεδόν εκατό χρόνια πριν, να 'ναι τόσο βαθειά χαραγμένα μέσα μου...
Μου 'ρχεται τώρα εκείνη η σκηνή με τον πατέρα μου... Ήμουν στην Τρίτη του Δημοτικού. Σάββατο απόγεμα, δεν κάναμε σχολείο. Μου λέει «Γιάννη, πάμε στις Καρυές (όπου είχαμε χωράφι). Πάρε και τις γίδες εσύ να τις βοσκήσεις, κι εγώ θα πάω για το χωράφι να φτιάσω αυλάκι». Πήγαμε. Κάποια στιγμή, είχε αρχίσει να σουρουπώνει, άφησα τη μια γίδα από τις τρεις όπου κρατούσα, την άφησα για λίγο να πάρει μερικά φύλλα από το τριφύλλι του διπλανού. Ο πατέρας μου το είδε αυτό. Σε λίγο με φωνάζει «Γιάννη, δέσε τις γίδες στον κέδρο και έλα που σε θέλω». Δένω τις γίδες και πηγαίνω. Στάθηκα μπροστά του. Έτσι, ήρεμα και ήσυχα με κοιτάζει στα μάτια «Γιάννη, είναι το χωράφι δικό μας και άφησες τη γίδα να πάρει τριφύλλι?» Αυτό το πράμα μου είπε μόνο. Ε! όλη μου τη ζωή αυτός είμαι. Δεν μπορώ αλλιώς. Να δώσω την ψυχή μου... Αυτός το είπε έτσι. Κατάλαβες? Ένας άλλος θα ' λεγε ίσως : ναι βρε, άστην λίγο να φάει κι απ' αυτού. Και κοίτα μη σε δε κανένας... Σουρούπωσε κιόλας... Η αντίδραση του πατέρα μου τότε είχε τεράστια σημασία. Με σημάδεψε.
Θ.Λ. Κύριε Διευθυντά, μια και ξεκινήσαμε από τα παλιά, θυμάστε, διατηρείτε ο ίδιος εικόνες, βιώματα από 'κείνη την εποχή του 1912-13?
Ι.Ξ. Πέρασαν ογδόντα πέντε χρόνια από τότε. Δηλαδή από την 5η Οκτωβρίου του 1912, ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος...
Θ.Λ. Ποια ήταν η ατμόσφαιρα των ημερών εκείνων στην τότε ελεύθερη, κάτω του Ολύμπου, Ελλάδα...
Ι.Ξ. Πρόκειται για βιώματα ενός δωδεκάχρονου παιδιού. Μια ηλικία εξαιρετικά ευεπίφορη σε εντυπώσεις και γεγονότα, τα οποία βιώνει η παιδική – προεφηβική ψυχή κατά τον πιο απλό και αγνό τρόπο και τα διαφυλάττει όσο ζει... Η πατρίδα μας ήταν μικρή. Τα σύνορά της μόλις έφταναν λίγο πιο πάνω από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας. Όλοι – όλοι είμαστε τότε δυόμισυ εκατομμύρια ελεύθερες ψυχές στην ελεύθερη Ελλάδα.
Θ.Λ. Στο σχολείο τι σας έλεγαν ; Είχατε κάποια ενημέρωση ;
Ι.Ξ. Στο σχολείο μας μαθαίναμε ότι επάνω από τον Όλυμπο βρίσκεται η ελληνική Μακεδονία. Το ίδιο πως πέρα και επάνω από την Άρτα, η ελληνική Ήπειρος.
Μια μέρα, ο δάσκαλος μας έβγανε περίπατο . Το χωριό μας είναι η Καστανιά Υπάτης – Φθιώτιδος, επάνω το δρυμό της Οίτης, στη Ρούμελη. Έχει υψόμετρο 1100 μέτρα. Μας ανέβασε πιο επάνω. Η μέρα ήτανε ανοιξιάτικη και η ατμόσφαιρα εξαιρετικά καθαρή. Να ο Όλυμπος, μας είπε ο Δάσκαλος. Πίσω από κει, είπε, είναι η Μακεδονία μας. Εκεί πέρα έχουν πάει κρυφά, τούτα τα χρόνια, πολλά παληκάρια ως αντάρτες και τρεις από το δικό μας χωριό. Να, ο μπάρμπας του Γιάννη, κι έδειξε εμέναν, ο Νίκος Ξηροτύρης και ο Παναγιώτης και ο Ηλίας Ρούσκας και πολέμησαν. Φαίνεται να ετοιμάζεται πια ο ξεσηκωμός και γρήγορα θα ξαναγίνει το μέρος ελληνικό.
Κατόπι ο Δάσκαλος μας μίλησε για τις πιο μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας μας, έπειτα για τον Παύλο Μελά, για τον Βάρδα και τον Μπραντούνα και για άλλους αρχηγούς καπεταναίους Μακεδονομάχους. Μετά τραγουδήσαμε το τραγούδι των Μακεδονομάχων «Μέσα σε βουνά και δάση, λεβεντιά καμαρωτή...» και σε κάθε επωδό αναφερόταν και το όνομα ενός καπετάνιου «Γειά σου Βάρδα μας αετέ, γειά σας – κάθε παληκάρι...». Η συγκίνησή μας ήταν ανείπωτη. Όλα τα παιδιά στραμμένα προς τον Όλυμπο, προς την Μακεδονία, βαθειά συγκινημένα. Όλα αυτά γίνονταν το Μάη του 1912.
Θ.Λ. Και τον Οκτώβριο?...
Ι.Ξ. ...Πέρασε το καλοκαίρι κι ο κόσμος όλο και κάτι περίμενε. Στις 15 Σεπτεμβρίου αρχίσαμε τα μαθήματα. Στις 5 του Οκτώβρη κατά τις επτά το πρωί χαλούσαν τον κόσμο οι καμπάνες της κωμόπολης και των γύρω χωριών. Καλούσαν τον κόσμο σε συναγερμό. Είχε κηρυχθεί ο πόλεμος κατά της Τουρκίας και είχε γίνει επιστράτευση κι ο κόσμος έπρεπε να το μάθει, να γυρίσει πίσω από τις εξωτερικές εργασίες.
Ο γεροσχολάρχης μας, όταν πήγαμε το πρωί στις 8 στο σχολείο μας είπε : «Παιδιά μου, όπως μάθατε έχομε από σήμερα πόλεμο με τον Τούρκο. Ήρθε πια ο καιρός να λευτερώσομε από τη σκλαβιά τους αδελφούς μας της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Εμείς εδώ πίσω θα κάνομε τα μαθήματά μας. Βέβαια πολλών από σας οι πατεράδες θα πάνε να πολεμήσουν, επιστρατεύονται. Αυτοί θα είναι πιο περήφανοι από τους άλλους, όπως κι εκείνοι ακόμα που θα πάνε να πολεμήσουν τα αδέλφια τους τα μεγάλα. Τώρα λοιπόν θα σας αφήσω να πάτε στα σπίτια, να ιδείτε τους δικούς σας, τους συγγενείς σας που φεύγουν για τον πόλεμο, να αποχαιρετισθείτε. Στις ενδεκάμισυ να είστε όλοι πάλι εδώ. Θα συνταχθούμε και θα πάμε στην πλατεία, όπου θα παραταχθούμε και θα αποχαιρετήσουμε πια ομαδικά, σαν σχολείο όλους τους επίστρατους, τα παληκάρια που πάνε να λευτερώσουνε τους σκλάβους αδελφούς μας.
Θ.Λ. Πως σας φαίνονταν εσάς τα παιδιά όλη αυτή η κινητοποίηση, που πρώτη φορά βλέπατε ;
Ι.Ξ. Ήταν μια ατμόσφαιρα τόσο αδελφική εκείνη την ημέρα, τόσο ανθρώπινη, ωραία και πονεμένη, τόσο περήφανη και γενναία όσο και ήρεμη, ψύχραιμη και αποφασιστική... Την άλλη μέρα στις 6 Οκτώβρη άρχισαν πάλι τακτικά τα μαθήματα...
Οι άλλοι πολεμούν, μας είπε ο γεροσεβάσμιος δάσκαλός μας, αλλά και εμείς εδώ έχομε το δικό μας καθήκον. Όπου βρίσκεται ο καθένας ας κάνει τη δουλειά του τίμια και παστρικά. Έτσι μόνον αγαπά κανένας και υπηρετεί την πατρίδα. Αυτά τα λόγια μας έκαναν μεγάλη εντύπωση. «Ώστε μπορούμε κι εμείς» ρωτήσαμε «με το διάβασμα να υπηρετήσουμε την πατρίδα?» Είναι σα να πολεμάτε, μας είπε, και να νικάτε τον Τούρκο, όταν νικάτε την αμορφωσιά και την αγραμματοσύνη.
Θ.Λ. Και τις επόμενες μέρες ποια ήταν η ενημέρωσή σας...
Ι.Ξ. Οι εφημερίδες εκεί ήταν τότε πολυτέλεια. Ο κόσμος στρέφονταν στον τηλεγραφητή της κωμόπολης. Όταν έχεις νέα, του λέγαν, όταν μαθαίνεις κάτι από την πρωτεύουσα του νομού, τη Λαμία, να στέλνεις να χτυπάνε την καμπάνα και μεις θα ερχόμαστε στην πλατεία να μας τα ανακοινώνεις... Κατ' αυτόν τον τρόπο μάθαμε διαδοχικά, από τις πρώτες κιόλας μέρες, πως πήραμε την Ελασσόνα, το Σαραντάπορο, τα Σέρβια, την Κοζάνη. Κάθε τρεις-τέσσερις μέρες είχαμε κωδωνοκρουσίες για κάποιο χαρούμενο άγγελμα. Στη συνέχεια, πως απελευθερώσαμε τη Βέροια, τα Γιαννιτσά και προχωρούσαμε πια προς τη Θεσσαλονίκη... Στις 26 το βράδυ, νύχτα μετά τις 10 ήρθε το τηλεγράφημα. Όσοι δεν ήταν ακόμα ξυπνητοί, άκουσαν μερικές ντουφεκιές. Εκείνοι που το πρωτόμαθαν, οι λίγοι, δεν μπορούσαν να χτυπήσουν τις καμπάνες των δύο εκκλησιών, γιατί κατά παλιό έθιμο αυτό απαγορεύονταν, αργά τη νύχτα.... Το πρωί της 27ης όλοι οι κάτοικοι της Υπάτης έπιασαν χορό στην πλατεία και χόρεψαν, χόρεψαν ώρες με τραγούδια της λεβεντιάς δημοτικά, γλέντησαν και χάρηκαν με περηφάνεια την απελευθέρωση της σκλαβωμένης Θεσσαλονίκης και όλης της Μακεδονίας...
Θ.Λ. Αυτά το '12 που ήσασταν μικρό παιδί. Το '22 όμως, ήσασταν καταταγμένος... Ποια εικόνα σας έρχεται πιο έντονα, ποια ανάμνηση...
Ι.Ξ. Ανάμνηση είναι η ... κατάρρευσή μας. Δεν μπορείς να φανταστείς... Αλλά, άφησε με τώρα, μη μου τα θυμίζεις...
Θ.Λ. Καλά, καταλαβαίνω... Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί συνηθίσαμε να μετράμε, ή να ορίζουμε τον χρόνο με τους πολέμους. Ακόμα και μεταξύ μας, τόση ώρα (και φυσικά μέμφομαι τον εαυτό μου) οριοθετούμε τις μνήμες με τα κανόνια ή τις συνθήκες... 1912-13...1922... Και να που τώρα, ανήμπορα δέσμιος των παραπάνω, έρχομαι να ρωτήσω για την Αλβανία, όπου πρέπει να ήσασταν πια λοχαγός...
Ι.Ξ. Με τον Αλβανικό πόλεμο εκείνο που μου είχε κάνει εντύπωση μεγάλη ήταν τα τραγούδια και η ομοψυχία των Ελλήνων! Άλλο πράμα πως πηγαίναμε! Με τι τραγούδια!
Θ.Λ. Σε ποιο μέτωπο υπηρετήσατε...
Ι.Ξ. Ήμουνα στο νότιο μέτωπο. Τέλη Μαϊου μας πήρε, τρεις κλάσεις εφέδρων αξιωματικών. Μας επιστράτευσε. Εμπειροπόλεμους. Είμαστε κλάσεις του 1919-20-21. Να ντυθούμε πάλι. Να εξοικειοθούμε τρόπον τινά με νέα όπλα, που δεν... υπήρχαν τα έρμα! Αλλά ο σκοπός ήταν να αποκτήσουμε την ψυχολογία και να θυμηθούμε πάλι τον πόλεμο. Όχι αυτό το σκορποχώρι, το φιάσκο που έγινε το καλοκαίρι του '74... Καθήσαμε λοιπόν τότε 40 μέρες. Δηλαδή ως τις 6 Ιουλίου. Είχαν κλείσει στο μεταξύ τα σχολεία και 'γώ τράβηξα κατ' ευθείαν σπίτι. Το καλοκαίρι έμεινα στην Καστανιά, στο χωριό. Ο κόσμος σα να ήτανε λίγο αλαφιασμένος. Το ελάφι, ξέρεις, όταν αντιλαμβάνεται κάτι, κάνει τα αυτιά του έτσι, κι από ' κει βγαίνει η λέξη... Όταν έφθασε όμως η 15η Αυγούστου, που μας τορπίλισαν την Έλλη, τότε κάθε βράδυ συζητάγαμε το θέμα. Οι χωριανοί τα βράδια ερχόταν στο χωριό και τα κουβεντιάζαμε. Ήταν άνθρωποι που είχαν πολεμήσει στην Μικρά Ασία, άνθρωποι ακόμα που πολέμησαν το '12 και το '13...
Θ.Λ. Αλήθεια, θα 'θελα να ακούσω από σας – πρώτο χέρι, πως ήτανε η ψυχολογία τους, το ηθικό τους...
Ι.Ξ. Έβλεπα ένα πράμα : κάπως λιγάκι, τους ενοχλούσε...: επτά εκατομμύρια-επτάμισυ εμείς, σαράντα εκατομμύρια εκείνοι... Ο γείτονάς μου ήτανε της κλάσεως του '18. Είχε πολεμήσει δυό χρόνια περισσότερο από 'μένα κι ήταν και τραυματίας. Μου λέει : ναι, ρε Γιάννη, αλλά σαράντα εκατομμύρια αυτοί – επτάμισυ εμείς... Πρόσεξε, Κώστα, του απαντώ, εδώ κοντά μας, πηγαίνοντας για την Αθήνα, περνάμε τον Σπερχειό... Βλέπουμε τον Αθανάσιο Διάκο, σπασμένο, με τρεις ανθρώπους... αλλά έμεινε. Έμεινε εκεί πέρα. Δεν έφυγε... Πάμε παρακάτω, ναι, στις Θερμοπύλες. Εκεί ήτανε τριακόσιοι. Ήρθαν οι Πέρσες, πέρασαν από την Μακεδονία, την πήραν, πέρασαν τη Θεσσαλία, κι έφθασαν εδώ, λίγο παρακάτω από την Λαμία. Κι εκεί σταμάτησαν... Ένας Σπαρτιάτης, που είχε κάποιο αξίωμα, αλλά είχε και τα ελαττώματα που έχουμε και 'μεις σήμερα, σηκώθηκε και έφυγε, μάλωσε με τους άλλους, σηκώθηκε και πήγε στον εχθρό. Τον κάλεσε εκεί ο Βασιλιάς τους και τον ρώτησε : πόσοι και ποιοι είναι αυτοί που θα σηκώσουν χέρι επάνω... Του λέει : Βασιλιά μου, θα σου πω την αλήθεια, την απόλυτη αλήθεια. Δεν έχει σημασία πόσοι είναι αυτοί. Και δέκα και είκοσι και εκατό να είναι... Αυτοί θα πεθάνουν αμυνόμενοι. Δεν θα εγκαταλείψουνε. Και αυτοί πραγματικά πέθαναν και νίκησαν. Έμεινε στον κόσμο ολόκληρο :ότι φυλάνε Θερμοπύλες. Σε όλες τις γλώσσες το βρίσκεις αυτό... Τότε ακριβώς ένας πλάι μας, τραυματίας του '12, βετεράνος «Βρε, χωριανοί, ο Γιάννης έχει δίκηο. Όταν το λέει ρε η περδικούλα, τότε κι ένα εκατομμύριο να 'ρθουν...» Περδικούλα, δηλαδή ψυχή...
Έτσι είναι, Θέμη. Κι αυτό θέλω πάλι να το συνδέσω με το σχολειό, με την παιδεία... Στο τέλος λοιπόν του Απρίλη του '41 με την κατάρρευση του μετώπου στην Αλβανία, έφθασα κι εγώ στην Αθήνα, την επομένη από την είσοδο του Γερμανικού στρατού. Εκείνες, τις πρώτες μέρες την Κατοχής, πήγα στο σπίτι του Δελμούζου. Συνδεόμουνα μαζί του από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο. Μέσα μας ανάδευαν τα ίδια ιδανικά. Σκοπός μας τώρα ήταν να δούμε πως θα εργαζόμαστε σαν εκπαιδευτικοί, κάτω από τη σκλαβιά... Σαν κόντευε να τελειώσει η συνομιλία μας, είμασταν όρθιοι. Μου λέει : κι όσο σκέπτομαι ότι το Πειραματικό Σχολείο στη Θεσσαλονίκη, δυό χρόνια τώρα, είναι χωρίς διευθυντή, τούτες τις δύσκολες ώρες για την Πατρίδα και ιδιαίτερα για την Μακεδονία μας, που μπορεί να μπούνε και οι Βούλγαροι, σαν σύμμαχοι των Γερμανών... ματώνει η ψυχή μου. Και λίγο μετά, συγκινημένος, με κοιτάζει κατάματα : Τι λες, Ξηροτύρη... Θα πήγαινες επάνω? – Πηγαίνω, του είπα, και μάλιστα μ' όλη μου την καρδιά. Τα μάτια και των δυό μας, ήσανε βουρκωμένα...
Τον Σεπτέμβριο λοιπόν του '41 ανέλαβα τη διεύθυνση του Σχολείου και όπως ξέρεις καλά, έβαλα και το γράψανε στο θέατρο πάνω από την αυλαία, σαν οδηγό μας, δασκάλων και μαθητών, το δίστιχο του Σολωμού.
<<Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν, και τα βασίλεια κι ' όλα, τίποτε δεν είναι αν στητή μένει η ψυχή κι ολόρθη.>>
Θ.Λ. Κανονικά, αν συνεχίζαμε καταπώς το ξεκινήσαμε, με τούτη την σημερινή κουβέντα μας, θα 'πρεπε να σας ρωτήσω... για τη χούντα, αλλά ομολογώ πως η τελευταία σας στροφή, ή μάλλον διασύνδεση που κάνατε του πόλεμου με την ψυχή με ... αφόπλισε ! Γράφει κάπου και ο Σεφέρης : υπερτερεί ο πόλεμος...Ψυχαμοιβός!
Ι.Ξ. Εντάξει! Δε σου χαλάω χατήρι, ούτε τη δομή... Για τη Χούντα λοιπόν... Τι θέλεις τώρα : Αυτού πάντως δεν επιστρατεύθηκα! Αυτοί με... απεστράτευσαν όσο και όπου μπορούσαν. Θυμάμαι που πήγα στη δίκη των δικών μας, της Δημοκρατικής άμυνας, πως τη ' λέγανε : που 'ταν του σχολειού μας : ο Δέδες ο Σωτήρης, ο Μαλτσίδης, ο Στέλιος ο Νέστορας... Έξω απ' το στρατοδικείο, σ' ένα διάλειμμα, στο πλαϊνό καφενείο, στη Βασιλίσσης Σοφίας, μου λέει ένας συνάδελφος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, που ήταν θαμών, όταν έμαθε τον λόγο της εκεί παρουσίας μου «Γιάννη, πρόσεχε. Οι καιροί είναι πονηροί. Καλύτερα μακριά από τέτοια». Του είπα τότε «όπου οι μαθητές μου και εγώ. Ακόμα και στην κόλαση». Μετά, θυμάμαι με σένα, στη δίκη του «Τραμ», που σας έσυρε εκείνος ο ευσεβέστατος, ο οπισθογεμής, που διέκρινε δύο Δέσποινες : μίαν εν Ουρανοίς και μίαν επί της Γης! Την άλλη μέρα, που κατέθεσα, κόψανε την εκπομπή μου στο ραδιόφωνο των... Ενόπλων Δυνάμεων! Και άλλα που δεν αξίζει ούτε να τα θυμάμαι...
Θ.Λ. 'Εχετε δίκιο. Τέρμα οι πόλεμοι και οι δικτατορίες λοιπόν, και εύχομαι όχι μόνον εδώ... Ας έρθουμε άλλη μια φορά – έστω και για λίγο, στην μεγάλη αγάπη μας, το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που για σας ήταν και «έργο ζωής». Άξιος συνεχιστής του πνεύματος του Αλέξανδρου Δελμούζου, το διευθύνατε 21 ολόκληρα χρόνια και εμπεδώσατε μια στέρεα παράδοση. Δεν είναι τυχαίο πώς εκείνη τη «χρυσή εποχή του Πειραματικού» και συγκεκριμένα το 1956, μια διεθνής έρευνα της Unesco που δημοσιεύθηκε στο Newsweek το επέλεξε ως το τρίτο καλύτερο σχολείο του δυτικού κόσμου! θα 'θελα λοιπόν, έτσι άμεσα, και χωρίς να το ψάξετε, να μου διηγηθείτε ένα χαρακτηριστικό συμβάν από την πολύχρονη διευθυντική θητεία σας...
Ι.Ξ. Λοιπόν... Μια φορά, πρωί-πρωί, μας ήρθε ένας από το υπουργείο της Παιδείας. Ήτο το 1947 με ' 48 νομίζω, που ήταν πάλι τα πράματα πολύ ανάποδα και δύσκολα, για να μας μιλήσει λέει για την πατρίδα και... εθνικά. Είχε και κάτι ποιήματα μαζί του... Όταν ήρθε επάνω, στο γραφείο, μου 'δείξε και το χαρτί από το υπουργείο κλπ. Τον ρωτάω : τι θέλετε ακριβώς... Κύριε Ξηροτύρη, μου λέει, είμαι διευθυντής τάδε στο υπουργείο και ήθελα από καιρό να σας γνωρίσω, γιατί άκουσα τόσα για σας, που διαδεχθήκατε το Δελμούζο κλπ. κλπ. Σήμερα ήρθα εδώ και παρακαλώ μετά την προσευχή να μου διαθέσετε πέντε λεπτά να μιλήσω σε όλο το Σχολείο για την Πατρίδα...
- Λοιπόν, δεν σου διαθέτω ούτε μισό λεπτό.
- Μα... κύριε Ξηροτύρη, σας παρακαλώ... Γιατί..
- Αγαπητέ μου φίλε, είμαστε τριάντα νοματέοι εδώ : δημοτικό και γυμνάσιο. Πιστεύεις ότι κάνουμε καλά τη δουλειά μας?
- Μα φυσικά, κύριε Ξηροτύρη...
- Τότε λοιπόν, εσύ είσαι εντελώς περιττός. Αν πάλι, εμείς δεν αγαπούμε την πατρίδα ή δεν κάνουμε καλά τη δουλειά μας, τι να προλάβεις να κάνεις εσύ ο έρμος μέσα σε πέντε ή σε δέκα λεπτά! Σε παρακαλώ : δε σου δίδω τίποτε...
- Αυτό δε θα μείνει έτσι... Θα διαμαρτυρηθώ...
- Εμπρός-μαρς. Ένα-δύο. Πηγαίνετε...
- Έφυγε φωνάζοντας «είσαι κομμουνιστής, είσαι έτσι... είσαι αλλιώς».
Δεν τα πρόσεχα αυτά του υπουργείου. Το υπουργείο έστελνε... αλλά εγώ είχα τη δική μου δουλειά...
Θ.Λ. Κύριε διευθυντά, ελπίζω να μη σας κούρασα, μια και ξέρετε πόσο μου αρέσει να σας ακούω. Το περιοδικό της Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης της Πολιτιστικής, όπως γνωρίζετε, έχει τίτλο «Ενενήντα επτά», γιατί αυτή είναι η χρονιά της Θεσσαλονίκης. Κατά σύμπτωση λοιπόν ανταμώνει με τα δικά σας ενενήντα επτά χρόνια... Εύχομαι όσα χρόνια σας απομένουν να είναι δημιουργικά όπως όλη η μέχρι τώρα ζωή σας. Χάρηκα που το βιβλίο με τα απομνημονεύματά σας προχωράει καλά, πολύ περισσότερο που υπήρξα κι εγώ, ας πούμε ηθικός αυτουργός του να το ξεκινήσετε, ιδίως μετά το θάνατο της συντρόφου σας, της κυρίας Ευγενίας, σαν το ισχυρότερο όπλο ενάντια στην μοναξιά...
Θα ήθελα τώρα με την πείρα – όχι μόνο ενός ανθρώπου που αξιώθηκε να κοντέψει τον αιώνα, αλλά κυρίως με την ελευθερία και τη λεβεντιά που τον διέκρινε μια ζωή, να μου πείτε, αν θέλετε, ποιος είναι επιγραμματικά ο απολογισμός αυτής της τροχιάς, μπροστά στον θάνατο και ποιες ελπίδες διατηρείτε εσείς για τους επερχόμενους...
Ι.Ξ. Θέμη, σε ξέρω από μικρό παιδί, απ' το Δημοτικό, κατανοώ το πνεύμα σου, γι' αυτό και σε ευχαριστώ για την ερώτηση... Εγώ για τη ζωή μου μπορώ να πω ότι εκείνο που αισθάνθηκα πολύ βαρειά είναι ο θάνατος της γυναίκας μου... Όταν μένει κανένας μόνος του, ιδίως σ' αυτήν την ηλικία, είναι πώς να το πω... Ο άνθρωπος γεννήθηκε μέσα σε οικογένεια κι από τη φύση του είναι να πεθάνει μέσα σε οικογένεια. Όταν κάθεται μόνος στους τέσσερις τοίχους συχνά τον πιάνει μια απελπισία... Παρ' όλα αυτά δεν το βάζω κάτω και ακόμα παρακολουθώ τόσο πολύ, με πολύ ενδιαφέρον την όλη κατάσταση του τόπου μας. Κάποιοι που με διαβάζουν, θα μπορούσαν να πουν ότι είμαι πολύ απαισιόδοξος. Δεν είμαι τόσο... Η αισιοδοξία έχει και ένα ελάττωμα. Το ελάττωμα της αισιοδοξίας είναι τούτο : Δεν κάθεσαι να σκεφθείς. Να στίψεις το μυαλό σου. Δέχεσαι «έτσι» τα πράματα : όπως έρθουν... Εγώ είμαι πολύ απαισιόδοξος για την τύχη του τόπου μας, ιδιαίτερα για εδώ πάνω, για τη Βόρεια Ελλάδα και τα νησιά μας... Και εκείνο που με φοβίζει περισσότερο είναι η αδιαφορία, η απάθεια των περισσοτέρων μας για τον κίνδυνο που είναι πια «προ των πυλών»... Μια εξήγηση, δυστυχώς, που μπορώ να δώσω είναι αυτή η κερδολαγνεία – να την πω έτσι, που έχει παραμερίσει ο,τιδήποτε άλλο.... Είμαστε, όλοι λίγο-πολύ, αλλοτριωμένοι στο χρήμα. Τίποτε δεν είναι της μεγάλης ντροπής, αρκεί που φέρνει κέρδος. Η πίστη μας αντικαθίσταται ολοένα από έναν αμοραλιστικό ωφελιμισμό. Και η ιστορία διδάσκει ότι λαοί που αλλοτριώθηκαν στην καλοπέραση, όπως τώρα οι τελευταίες γενιές : τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, πάνε για βούλιαγμα...
Θ.Λ. Η ώρα προχώρησε... Ας σταματήσουμε για σήμερα. Αλήθεια πως περνάτε τα βράδυα εδώ, μόνος στο Ωραιόκαστρο...
Ι.Ξ. Τα βράδυα συνήθως διαβάζω λίγο, γράφω όμως πολύ... Όταν είμαι στεναχωρεμένος τραγουδάω δημοτικά-δυνατά μέσα στη νύχτα...
Μια φορά ένας γείτονας ξαφνιάστηκε «Πούθε βγαίνει μωρέ αυτή η φωνή...»
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
* περιοδικό Ενενήντα επτά ( του Ο.Π.Π.Ε.Θ 1997 ) – τεύχος 11