Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.

Για την ποίηση - στο Παρίσι, 2001

Ο χώρος του ασυνείδητου στη δημιουργία *


Προσπάθεια διάγνωσης ενός άτυπου συνδρόμου

 

 

Κυρίες , Κύριοι

είναι χαρά και τιμή για 'μένα που βρίσκομαι απόψε εδώ - ανάμεσά σας , σε ένα ακόμη βήμα προσέγγισης της ελληνικής και της γαλλικής ποίησης.
Βέβαια, από το 1963 με έχει σημαδέψει βαθειά η φράση ενός δικού «μας»
( επιτρέψτε μου εδώ αυτόν...τον πληθυντικό ), του Albert Camus : « Ce qui m' a toujours arrêtè c'est ma vanitè pèrsonnèlle»...
...Ωστόσο, είναι διαχρονικά παρήγορο επίτευγμα που οι άνθρωποι, αφ' ης στιγμής κατέβηκαν από τα δένδρα, όταν δεν... σκοτώνονται μεταξύ τους καταφέρνουν και επικοινωνούν. Άλλωστε σύντομα, κι αυτό είναι κυριολεξία και μεταφορά, θα πληρώνουν και θα πληρώνονται με το ίδιο νόμισμα !

Σαν αντίδωρο, λοιπόν, στην πολύτιμη παρουσία σας και σαν ελάχιστη μνήμη του φίλου μου Γιώργου Χειμωνά που, πέρυσι, «επέλεξε» να...σβήσει εδώ στην...πόλη του φωτός, θέλω να σας πω μερικές σκέψεις που «συναρμολόγησα» με το ερέθισμα αυτής της εκδήλωσης και αφορούνε δύο κείμενά μου . Το ένα είναι ένα μικρό πεζό ( αναφέρεται σε ένα βίωμά μου του 1963 που καταγράφηκε το 1967 ). Το δεύτερο είναι ένα ποίημα γραμμένο το 1995. Τα χωρίζουν είκοσι και οκτώ χρόνια, αλλά νομίζω πως τα «ενώνει» ο αόρατος ιστός του «ασυνείδητου» στο χώρο της έκφρασης. Θα προσπαθήσω , ελπίζοντας να μην σας...«σκοτώσω» με την κούραση που, μερικές φορές, επιφέρει η αγωνία του «άλλου», αφού ... προλάβετε ενδεχομένως κι εσείς να με...«τραυματίσετε» με την αδιαφορία σας (!) , να φωτίσω όσο μπορώ αυτό το σκοτάδι του «ασύνειδου» που φωλιάζει στην μήτρα της δημιουργίας. Πιστεύω πως σ' αυτό το «εγχείρημά» μου θα βοηθήσω πολλούς από 'σας με την εξομολόγηση κάποιων λεπτομερειών που «σημαδεύουν», ή συνοδεύουν-διαχρονικά, αυτά τα δύο κείμενα.

                                               ( Η κυρία Bèrangère της Comèdie Francaise, την οποία ευχαριστώ, θα σας διαβάσειτο πρώτο κείμενο με τίτλο «Το ξημέρωμα» )

Το ξημέρωμα

Μου το 'λεγαν και δεν το πίστευα ώσπου το είδα με τα μάτια μου. Λίγο πριν ξημερώσει, ενώ ακόμα είναι βαθύ σκοτάδι, στρίβουν πρώτα από την 'πάνω πόλη στην οδό του Αγίου Δημητρίου. Πιάνουν σχεδόν όλο το πλάτος του δρόμου. Συνήθως τα συνοδεύει κι ένα μεγάλο σκυλί. Όταν τα πρωτοβλέπεις να πλημμυρίζουν το κατάστρωμα του δρόμου και τα πεζοδρόμια δεν πιστεύεις τα μάτια σου : τόσα πολλά ζωντανά μες στην καρδιά της νεκρής πόλης. Ένα άσπρο ποτάμι που προχωράει καταπάνω σου.
Ήταν η πρώτη φορά και 'ξαφνιασμένος κυκλώθηκα. Περνούσαν πλάι μου με τη ζέστα τους και τη βαριά μυρωδιά τους. Όταν βρέθηκα στην μέση διέκρινα απ'έξω το σκυλί. Με είχε πια καταλάβει για καλά. Μύριζε μανιασμένο τον αέρα και προσπαθούσε, καθώς σηκώνονταν στα πίσω πόδια, να με διακρίνει ανάμεσα στα κατσίκια.
Παρακαλούσα να μην τέλειωνε αυτό το προχώρημα. Η βρώμα τους ήταν πια δική μου βρώμα. Με προστάτευε και την ήθελα ... Και η προβιά τους τόσο ζεστή μες στο κρύο ξημέρωμα ...
Το ήξερα πως κάποτε θα γίνονταν κι αυτό. Το μαύρο σκυλί με περιμένει να βγω απ' το σωρό. Έχει σουβλερά δόντια και δυνατά πόδια. Θα 'μαι πολύ τυχερός αν δεν με ξεσχίσει ολότελα. Γιατί ξέρω πως δεν θα το παλέψω. Έχει το δίκιο όλο δικό του και αυτήν τη στιγμή είναι και δυνατότερο.
Όσα μένουν πια από 'δω και 'μπρος είναι μια εξευτελιστική διαδικασία.

                                                                                                                                                            ( Αύγουστος 1967 )

Αυτό το κείμενο, όπως τα περισσότερα άλλωστε δικά μου, γράφτηκε άμεσα, ας πω «μηχανικά» . Περιέγραψε δηλαδή με όποιες λέξεις «πέρασαν» στα δάκτυλά μου, την στιγμή της καταγραφής, ένα γεγονός όπως το έζησα, χωρίς - και το τονίζω αυτό, να έχω συνείδηση του εάν και πώς μπορεί να λειτουργούσαν μέσα και «παραπέρα» από αυτό κάποιες λέξεις, φράσεις του, ή «σύμβολα» ... Εξ' ου ότι έκτοτε δεν έκανα 'πάνω του καμιά παρέμβαση-διόρθωση κλπ ... Ίσως και επειδή «ανήκω» σε αυτούς που διακρίνουν, ή «σέβονται» ότι άλλον λεκέ αφήνει ο ιδρώτας και άλλον το αίμα ... Ωστόσο, για αρκετό καιρό - που δεν θυμάμαι πόσο, «συνέλαβα» τον εαυτό μου, θέλω να πω με «απασχόλησε» : ποιό είναι αυτό το μαύρο σκυλί που δεν με «ήθελε» μες στο κοπάδι, σαν «ξένο» σώμα... Θ
Μετά δύο περίπου χρόνια, το φθινόπωρο του 1969, εδώ-στο Παρίσι, ο θείος μου, ο ζωγράφος Φιλοποίμην Κωνσταντινίδης, που ευτύχησε να σπουδάσει και να ζήσει σ' αυτήν την πόλη μέχρι το τέλος της ζωής του, και υπήρξε φίλος του Sartre και του Arragon, μου έκαμνε το τραπέζι ένα βράδυ...θυμάμαι : στην brasserie «Lip». Μιλούσαμε για λογοτεχνία και κάποια στιγμή, έχοντας διαβάσει αυτό το κείμενο, μου είπε αργά - κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια : είσαι ακόμα πολύ νέος...Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν ίσως ανακαλύψεις ποιο είναι αυτό το σκυλί που συνοδεύει και ... φυλάει το «κοπάδι» .

Πέρασαν άλλα είκοσι έξη χρόνια και τον Μάρτιο του 1995 βρέθηκα-μόνος σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό ( που λέγεται : παλιός Παντελεήμονας ), στον κάτω Όλυμπο, αυτό το «βουνό των Θεών» της πατρίδας μου, εκατό χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκη. Τα περισσότερα σπίτια του είναι κατεστραμμένα και όσα αγοράσθηκαν και αναπαλαιώθηκαν, κυρίως από κατοίκους της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας και της Αθήνας, χρησιμοποιούνται περιστασιακά σαν εξοχικές ή θερινές κατοικίες. Χωρίς ηλεκτρικό, με γκάζι, λάμπες πετρελαίου και κεριά. Μερικά από τα σπίτια και το μοναδικό καφενείο έχουν μικρές γεννήτριες. Έτσι λοιπόν εκείνο το Σαββατοκύριακο, και συγκεκριμένα το απόγευμα της Κυριακής, πήγα από το μικρό δωμάτιο, που είχα νοικιάσει για μια 'βδομάδα, στο καφενείο που άνοιγε μόνο Σαββατοκύριακα και γιορτές, να πάρω από τον ιδιοκτήτη του ( τον μαγαζάτορα ), που ήδη τα μάζευε και ήταν έτοιμος σχεδόν να φύγει και αυτός, λίγες προμήθειες ( ψωμί, τυρί, αυγά, σαλάτα κλπ ) για τις επόμενες μέρες. Όσο μου τα ετοίμαζε, τον ρώτησα αν θα μείνει κανείς στο χωριό ... Όχι , μου απάντησε ...Συνήθως το χειμώνα μένει λίγο πιο κάτω-στο τελευταίο σπίτι ο βοσκός, αλλά σήμερα έφυγε κι αυτός για την πόλη ... «Φοβάσαι που θα μείνεις μόνος ; » με ρώτησε γελώντας...
Αντίθετα, του είπα. Έτσι θα έχω την ησυχία μου να γράψω και να διαβάσω. Γι αυτό άλλωστε ήρθα τέτοια εποχή... Είχε ακόμα χιόνι, αλλά το τζάκι έκαιγε ...
Έμεινα ως αργά, τελειώνοντας ένα κείμενο που μου είχε ζητήσει ένα περιοδικό.
Κατά τις 3 τα ξημερώματα πείνασα και κατέβηκα στην μικρή κουζίνα να ετοιμάσω κάτι πρόχειρο, όταν άκουσα περίεργο θόρυβο, μου φάνηκε σαν αναφιλητό...Μέχρι να βράσω ένα αυγό για μια σαλάτα, το ξανάκουσα : αυτή τη φορά πιο καθαρά...ερχόταν από τον πλαϊνό χώρο, που ήταν ένα μικρό WC με ντους...Έμοιαζε σαν αλύχτισμα σκυλιού, ή ρόγχος κάποιου που πνίγεται...Περίεργο σκέφθηκα και προς στιγμήν ταράχθηκα. Εδώ δεν υπάρχει απόψε ψυχή ζώσα, ούτε βοσκός, ούτε σκυλί ... Μπήκα απότομα μέσα στο μπάνιο και ακίνητος, κρατώντας και την αναπνοή μου, περίμενα να ξανακούσω...Και πράγματι σε λίγο επαναλήφθηκε. Μόνο που τώρα ήμουν ακριβώς από 'πάνω του και έτσι διαπίστωσα πως ήταν θόρυβος από κάτι σαν αναρρόφηση που γίνονταν μέσα στα «σιφόν δαπέδου» στην αποχέτευση...
Έφτιαξα την σαλάτα κι ανέβηκα στο δωματιάκι μου. Έριξα δύο ακόμα ξύλα στο τζάκι, έβαλα κι ένα διπλό ουίσκι...Δούλεψα έτσι και τέλειωσα - μηχανικά σχεδόν, εκείνη την συνεργασία για το περιοδικό. Μέσα μου όμως - έπειτα από πολλά χρόνια έρχονταν και ξανάρχονταν η εικόνα εκείνου του σκυλιού που με περίμενε να βγω απ' το κοπάδι. Κάποια στιγμή αυτή η θύμηση φούντωσε μέσα μου. Το στήθος και το στομάχι μου «πετάριζαν», με 'κείνη την ταραχή που φαντάζομαι να νοιώθουν οι γυναίκες λίγο πριν τον τοκετό...Πήρα μια λευκή κόλλα, που θαρρείς πως πάντα «περιμένει», και έγραψα πάνω-πάνω με μεγάλα και σίγουρα γράμματα την λέξη ...Α π ο κ ά λ υ ψ η . Έμεινα λίγη ώρα ακίνητος. Καρέ-καρέ όπως στον κινηματογράφο πέρασε σε δευτερόλεπτα, όλη η ζωή μου μέχρι τότε...
Και ξαφνικά, σαν ένα αόρατο και παντοδύναμο χέρι να οδηγούσε τα δάκτυλα και το μολύβι, ή μια φωνή να υπαγόρευε αποφασιστικά, έγραψα «μονοκοπανιά» το ποίημα, που αναφέρθηκα στην αρχή και θα το ακούσετε τώρα, σαν επίλογο αυτής της «νύξης» που προσπάθησα να σας «περάσω» απόψε.

                                                                                                         ( Ακολουθεί, πάλι από την Κα Bèrangère, η απαγγελία της «Αποκάλυψης» )

 

Αποκάλυψη
                                                           Μια υδραυλική ιστορία

 

Φίλοι παιδικοί
όσοι με φτύσατε προτού κρυφθείτε.
Χάρτινοι αντίπαλοι με ξύλινα σπαθιά...
Εκείνο το σκυλί...
σας 'μίλησα γι αυτό πρώτη φορά το '67 ,
Αδέρφια που δεν σας αξιώθηκα
Μοναχοπαίδι στους αυνανισμούς
και στη Νύχτα - Εγώ...
'Κείνο το μαύρο το σκυλί
που τάχα φύλαγε κοπάδι κι έλεγα θα με ξέσχιζε
έτσι καθώς σηκώνονταν στα πίσω πόδια
κι αγριεμένο μύριζε το φόβο μου ...
Ε λοιπόν !
Όλα αυτά τα χρόνια που γυμνώθηκα μπροστά σας
λούφαξε ίσως σκόρπισε ή στέγνωσε σαν τύψη...
Γιατί τώρα που 'ξέμεινα μονάχος στο Βουνό
κι ο Άγιός μου ανελέητα παρατημένος σε σκοτάδι,
λυπήθηκα για τούτη την κατάντια του
Και ρώτησα την Μάνα γης
γονατιστός επάνω στα σιφόν δαπέδου ...
Ούτε ακούει πια - ούτε βλέπει
ούτε μυρίζει
δε θέλει πια να με χυμήξει ?

Πλάσμα που απολίθωσε η αγωνία
Έμβρυο είκοσι και οκτώ χρόνων
Ήρεμα διπλωμένο σα νεφρό
στ'αυριανά μου κόπρανα τα ματωμένα
λίγο προτού τραβήξω το νερό.

                                                                            ( Μάρτιος 1995 )

 

Όχι παραπάνω σχόλια ... ( No comments ! ... ) ... σε ένα ακροατήριο με ε σ ά ς, που έχετε την απόλυτη κατανόηση, αλλά μου...χαρίσατε και την υπομονή σας.

Σας ευχαριστώ.

 

                                                    * Ομιλία στην βραδιά ελληνικής ποίησης  -  Παρίσι, Thèatre Molière , Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2001

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Par Themis Liveriadis  *

L' espace de l'incoscient dans la crèation

Essai de diagnostic d'un syndrome atypique

 

 

Mesdames , Messieurs ,

C'est une joie et honneur pour moi de me trouver ce soir ici, entre nous, pour l'approche, encore une fois, de la poesie hellenique et francaise.
Bien que je suis, depuis 1963, profondement marquè par une phrase d'un des «notres» - permettez moi ici ce...pluriel ! - , Albert Camus, «ce qui m'a toujours arrêtè c'est ma vanitè personnelle» , il y a un resultat diachronic et consolant :
les hommes, depuis qu'ils sont descendus des arbres, peuvent toujours communiquer entre eux, quand ils ne s'entretuent pas...D'ailleurs bientôt ( et cela est dit dans le sens propre, ainsi que comme une mètaphore ) ils payeront et seront payès de la même monnais...
En tant qu'offrande à votre prècieuse prèsence et comme la moindre mèmoire à mon ami Georges Himonas qui, l'annèe dernière, «choisit» de...s'èteindre ici...dans la «ville des lumières», je veux vous dire une brève histoire que j'ai «reconstituèe» ètant provoquè de cette manifestation. Elle concerne deux de mes textes. L'un d'entre eux est une petite prose qui se rapport à un fait vècu en 1963 enregistrè en 1967. Le deuxième est un poème ecrit en 1995. Vingt huit annèes les sèparent mais, je crois, qu'ils sont liès par un tissu invisible de l'iconscient dans l'espace crèatif. À la manière que je puisse, j'essayerais d'illuminer le noir de l'inconscient qui se niche dans la matrice de la crèation, en espèrant de ne pas vous... «tuer» avec la fatigue qui nous apporte parfois l'angoisse «d'autrui», en meme temps que vous pourriez me ... «blesser» par votre indifference !
Je crois que, dans cette èpreuve, j'aiderai plusieurs d'entre vous en confessant quelques dètails qui manquent ou accompagnent diachroniquement ces des textes.

                                                                                                                  ( Ici on va lire le prepière têxte : «Aube» )

L' aube

On me l'avait dit, mais je n'y croyais pas, avant de l'avoir vu de mes propres yeux. Un peu avant le lever du jour, quand la nuit est encore profonde, elles tournent le coin de la rue St. Dimitriou , dans le quartier nord. Elles prennent presque toute la largeur de la route.
Elles sont accompagnèes d'un gros chien. Quand on les voit pour la première fois envahir la chaussèe et les trottoirs, on n'en croit pas ses yeux : tous les animeaux vivants au coeur de la ville morte ! Un fleuve blanc qui vous fonce dessus.
C'ètait la première fois et, ètonnè, j'ètais encerclè. Elles passaient tout près de moi,
avec leur chaleur et leur odeur suffocante. Quand je me suis retrouvè au millieu, j'ai appercu le chien, a l'extèrieur du cercle. Il m'avait bel et bien rèpère. Il flairait, furieux, l'air et essayait me trouver parmi les chevres, dressè sur ses pattes de derriere.
«Maintenant» je priais que cette avancee ne finisse pas. Leur saletè ètait devenue la mienne...Elle me protegeait, je ne voulais pas qu'elle me quitte. Et leur peau de mouton ètait si chaude dans cette aube glacèe...
Je savais que ca deviendrait un jour. Le chien noir attend que je sorte de la meute. Il a des dents aigus et des pattes solides. J'aurais de la chance, si je m'en sors sans être dechiquetè...Je sais que je ne vais pas lutter. C'est l u i qui a entierement raison, et en plus - pour le moment, c'est l u i le plus fort.

Tout ce qui va suivre confirmera une dècadence humiliante et abaissèe.

                                                                                                                                                       ( Aug' 1967 )

Ce texte, comme d'ailleurs plusieurs de mes textes, a ètè ècrit puis-je dire «mècaniquement». C'est à dire, avec les mots qui sont passès par mes doigts, le moment de l'inscription, j'ai dècris un èvènement comme je l'ai vècu ( et je souligne ca ) sans avoir conscience de la possibilitè que quelques unes des phrases ou symboles de ce texte fonctioneraient en lui et plus loin que lui...C'est pourquoi je n'ai fait depuis aucune intervation ou correction. D'ailleur j'appartiens à ceux qui respectent ou discernent qu'une tâche du sueur est differente d'une tâche de sang...
Toutefois pendant longtemps - et je ne me souviens pas la durèe , je m'ètonnais moi-même ; je veux dire que j'ètais accablè de la pensèe : q u i (?) ètait ce chien noir qui n'acceptait pas dans le troupeau, mon corps «ètranger»...
Deux ans après, à l'automne '69, mon oncle, le peintre Philopemen Constantinides, qui a eu la chance d'ètudier et vivre ici, à Paris, jusqu'à la fin de sa vie, ami de Sartre et d'Arragon...un soir il m' a invitè à dinner - je me souviens, à la brasserie «Lip». Nous parlions de litterature et à un certain moment, en ayant lu ce texte, il m' a dit lentement, en un regard droit : «tu es encore très jeune...aux annèes qui suivront tu decouvriras probablement q u i est le chien qui accompagne et guard le troupeau...»
Vingt-six autres annèes se sont ècoulèes, et en Mars 1995 je me suis retrouvè dans un village abandonnè ( qui s'appelle «l'ancient Panteleimonas» ). Il se trouve aux pieds de l'Olympe, cette «montagne de Dieux» de mon pays, à cent kilomètres de Thessalonique. La majoritè des ses maisons est à moitiè dètruite et celles qui ont etè achevèes ou reconstruites, surtout par des habitants de Thessalonique, de Larissa ou d'Athènes, sont hutilisèes parfois comme rèsidence de campagne.
Sans èlèctricitè, avec des lampes à gaz ou au petrol et des bougies. Certains des maisons et le seul cafè du village ont leur propres sources de l'èlèctricitè.
Ainsi ce «week-end» là, plus prècisement l'après-midi du Dimanche, j'allais de la petite chambre que j'avais louè pour la semaine, au cafè qui ètait ouvert uniquement les jour feriers. Je voulais prendre quelques provisions pour les jours suivants. Son proprietaire ètait prèt à partir. Je lui demandas si quelque'un restait au village. Il me rèpondit que «...Non...D'habitude,en hiver, un berger habite la dernière maison du village- plus bas, mais aujourd'hui, lui aussi, il est parti pour aller en ville...As-tu peur de rester seul ?...» me demanda-t-il en riant ! - Au contraire, lui dis-je. Ainsi j'aurais la paix pour lire et ècrire. C'est pourquoi d'ailleurs je suis venu en cette saison... Il y avait encore de la neige, et le bois brûlait dans la cheminèe...
Je restait tard, en terminant un texte qui m'avait ètè demandè par une revue. À trois heures du matin j'ai eu faim et je dèscendais dans la petite cuisine prèparer quelque chose à manger, quand j'ai entendu un bruit ètrange qui me parut un gèmissement. Jusqu'à cuir mon oeuf pour une salade, je l'entendu de nouveau, cette fois-ci plus clairement. Il venait d'un petit WC avec douche d'à cotè...Cella ressemblait à la lamentation d'un chien, ou râlement de quelqu'un qui se noye...Etrange, je pensa et sur le coup j'en fus sècouè. Il n'y a personne ici ce soir ni berger, ni chien...Soudainement j'entrais dans le WC et immobile, en retènant mon soufle, j'attendais de l'entendre à nouveau...En effet il se repètait et je constatais, en ètant juste au dessus, qu'il s'agissait du regorgement du sifon dans le sol !... J'ai fais la salade et je suis montè et revenu dans ma petite chambre. J'ai jètè encore deux buches dans la cheminèe, et j'ai mis un double whisky...J'ai travaillè et terminè, presque mècaniquement, cette colaboration pour la revue...Par contre en moi-même venait et revenait, après si longtemps, l'image de ce chien qui attendait que je sorte du troupeau. Un certain moment ce souvenir grandissait en moi. Ma poitrine et mon èstomac trèpidaient avec ce trouble que - je crois, ressentent les femmes peu avant l'accouchement...J'ai pris une feuille blanche, qui «attend» toujours, et j'ècrivis tout en haut avec des grandes lettres un mot : Apocalypse ! Je restais un peu de temps immobile. Comme au cinèma, «carè-carè» en quelques secondes je revis toute ma vie...Et soudainement, comme si une main toute puissante et invisible conduisait mes doigts, et une voix me dictait avec misèricorde, j' ècrivis «d'un trait» le poème auquel je me suis referè...
Vous l'entendrez maintenant en èpilogue de cette «allusion» que j'ai essayèe vous «soumettre» ce soir ...

                                                                                                                          ( Ici on va lire le deuxième texte, le poème «Apocalypse» )

Apocalypse
                                               Une histoire de plomberie

 

Mes amis d'enfance ...
Ceux de vous qui m'avez crachè
avant de vous cacher.
Adversaires de paille ,
avec des èpèes de bois ...

Ce chien ,
je vous en ai parlè la première fois en '67 ...
Des frères que je n'ai pas meritès ,
fils unique ...
aux onanismes et a l'obscurite Moi ...

Ce chien noir
qui ètait censè garder le troupeau ,
prêt à me dechirer ,
et , furieux , flairait ma peur ...

Et bien !...
Toutes ces annèes auxquelles je dènudais devant vous
il s'est calmè ...
peut-etre dispersè, ou
dessechè comme un remords...
Maintenant, tout seul, sur la montagne ,
et ayant mon Ange gardien abandonnè ...
Je sentais chagrin de sa dècadence ,
et j'ai demandè à la Mere-la terre
en lui parlant aux genoux ,
à travers les siphons du sol :
- Est il devenu sourd et aveugle ?
- N'a-t-il même plus de flair ?
- Ne cherche-t-il plus m'attaquer ? ...
...
Creature petrifièe par l' angoisse ...
Foetus de vingt et huit annèes ...
Tranquillement repliè comme un rein
dans mes futures ordures sanglantes ...

Juste avant de tirer la chasse d'eau .

                                                                                                   ( Mars 1995 )

 

Pas d'autres comentaires ( No comments ! ) à une audiance qui a la comprehention, et surtout m'a fait cadeau sa patience !
Je vous remercie tous.

-----------------------------------------------------------

* Introduction à la prèsence de la poèsie hellenique   ( Thèatre Molière , 9 Janvier 2001 )

Γονική Κατηγορία: Περιεχομενα
Κατηγορία: Ομιλιες