Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Με αφορμή την διάλεξή του στην Πολυτεχνική Σχολή του Α.Π.Θ
Η «αποστροφή» των αρχιτεκτόνων
( μια άποψη ) *
«Γνώσεσθε την αλήθεια και
η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
(απ. Ιωάννης )
Από τον καιρό που τέλειωσα το Γυμνάσιο και διάλεξα, εγώ τουλάχιστο, άτυχα τις σπουδές μου, είχα την απορία πως άλλοι συμμαθητές, που τώρα σπούδαζαν αρχιτέκτονες απέκτησαν ξαφνικά, σα να τους έπεσε λαχείο, μια «ιδιαίτερη ευαισθησία» και «καλλιτεχνική συνείδηση». Λες και η εγγραφή τους στην Αρχιτεκτονική ήταν το μαγικό ραβδί της Κίρκης. Αργότερα, αυτή η κατά τα άλλα θεωρητική μετάσταση άρχισε να παίρνει το σχήμα ενός κόκκινου πανιού, που ερέθιζε και που ωστόσο κρατιόταν από αδέξια χέρια, γιατί αυτή η ετσιθελική φιλοξενία - ή καλύτερα : η επίταξη που έγινε στον αυστηρά καλλιτεχνικό χώρο δεν είχε, στην ολότητά της, προδημιουργήσει τα εχέγγυα ενός σοβαρού προχωρήματος.
Προχθές βράδυ, έγινε σε αμφιθέατρο της Πολυτεχνικής Σχολής μια διάλεξη : οι φοιτητές – αρχιτέκτονες είχαν προσκαλέσει από καιρό τον ζωγράφο Τσαρούχη να τους μιλήσει. Και ο Τσαρούχης μίλησε γι' αυτούς. Στα πρώτα του λόγια τους ονόμασε «καλλιτέχνες», γιατί, όπως σωστά εξήγησε, η Αρχιτεκτονική πρέπει αυστηρά να ανήκει στην σφαίρα της Τέχνης. Διαφορετικά η ύπαρξή της θα αποτελούσε έναν πλεονασμό στις τεχνικές σχολές. Στη συνέχεια όμως εξήγησε γιατί οι αρχιτέκτονες δεν έχουν ακόμα παλέψει για την αλήθεια και την δικαίωσή τους, γιατί δεν έχουν ακόμα βαδίσει τον δρόμου «τους» τελματωμένοι σε ημίμετρα και συμβιβασμούς. Τις κατά τα άλλα ανησυχίες τους και τον «κόσμο» τους τις χαρακτήρισε, για να δανεισθώ με ακρίβεια τον όρο, «σαν μια απλή νεύρωση» που σε τέτοια πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Μίλησε ακόμα για τον άνθρωπο και επέμενε πως η έκφρασή του και η αισθητική της δικαίωση είναι ένα απ' τα πολυτιμότερα στοιχεία της ζωής μας, αυτό που ζεσταίνει τις καρδιές και τις κάνει να νοιώθουν ελεύθερες, γιατί άγγιξαν την «αλήθεια».
Ο Τσαρούχης έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας. Συχνά χρησιμοποιεί απλά παραδείγματα και φραστικά πυροτεχνήματα που ξαφνιάζουν ευχάριστα και πολλές φορές ξεσηκώνουν αυθόρμητο γέλιο. Έτοι το προχθεσινό ακροατήριο...γελούσε ανοιχτόκαρδα και χαριτωμένα.Τις στιγμές αυτές ο Τσαρούχης συννέφιαζε και τότε παρατηρούσε πως η «υπόθεσή» τους είναι πολύ σοβαρή και δεν είναι για γέλια...Όταν όμως η διάλεξη τέλειωσε διαπίστωσα μεμονωμένα αλλά ενδεικτικά πως οι αρχιτέκτονες εγκατέλειπαν την αίθουσα σαν καλοοχυρωμένοι σκαντζόχοιροι που δέχτηκαν επίθεση. Υπήρχε καχυποψία που έφτανε την παρανόηση, και πείσμα που πρόδινε ανωριμότητα.
Το περίεργο είναι πως τον Τσαρούχη σαν παρουσία και «αίσθηση» τον αποζήτησαν οι ίδιοι. Κι όταν αυτός ήρθε απέστρεψαν τα πρόσωπά τους κι ωχύρωσαν με αγκάθια την θέση τους. Δεν ξέρω από πού ξεκίνησε μια δεύτερη παραίσθηση και παρομοίωσα αυτή τους τη θέση με την ηρωίδα του Πολάνσκι, που ενώ αποζητούσε τον έρωτα απωθημένα, έμενε αδιάφορη στις περιπτύξεις του κι όταν η «συνεύρεση» τέλειωνε έπλενε ξέφρενα με την οδοντόβουρτσα το στόμα που δέχτηκε τα φιλιά. Ίσως τα αυθαίρετο αυτό σχήμα να μην είναι πολύ μακριά από την δεδομένη πραγματικότητα. Είναι εξ' άλλου φυσικό, όταν έχεις επιτάξει τον καλλιτεχνικό χώρο να μην έχεις πολύ αγαθές σχέσεις με τον ιδιοκτήτη, πολύ περισσότερο όταν αυτός, εύλογα, διατηρεί την κυριότητα και την νομή της προσωπικής του, ακαταμάχητης, άνεσης. Έπειτα, η νεύρωση της ηρωίδας, που δανείστηκα, έχει και δεύτερη φάση, παραπλήρωμα της πρώτης : μετά την «αποστροφή» της έρχεται η «επιστροφή». Τα βράδια στο τραγικό κρεββάτι της «σμίγει» απεγνωσμένα με εραστές δυνατούς, αλλά πολύ βρώμικους και ιδρωμένους, που την βασανίζουν.
Φοβάμαι μήπως η επιστροφή στην «νεύρωση» των αρχιτεκτόνων είναι η απλή ευωχία των γραφείων τους με τις παχυλές συναλλαγές. Το εύκολο χρήμα και η «εύκολη» τέχνη.
Όταν, αργά το βράδυ, το αμφιθέατρο της Πολυτεχνικής δεν ήταν παρά το σκοτεινό κι άδειο σπίτι του κρεμασμένου που κάποιος μίλησε για το σκοινί, ο Τσαρούχης μούσφιξε το χέρι στον σταθμό «εκείνο που με συγκίνησε περισσότερο ήταν το χειροκρότημα τους : ήταν πολύ ζεστό όσο και ανυποψίαστο ! » είπε.
* ( Θέμης Λιβεριάδης, εφημερίδα «Δράση» - Οκτώβριος 1964 )