Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.
Στο καφενείο με τις λίρες
Μία ακόμα...χρήσιμη ανάγνωση
Όταν το Εντευκτήριο ζήτησε να γράψω σ' αυτό το τεύχος ξαναδιάβασα την Καταβύθιση... Μια μαύρη γάτα με κίτρινα μάτια είχε φωλιάσει στο περβάζι του παραθύρου και με παρατηρούσε...Είμαι μεγάλος πια, με περιττά κιλά και σημασίες. Πονάει το μυαλό από την ματαιότητα. Δε θέλω τίποτε...ωστόσο μαγειρεύω, πετάω τα σκουπίδια. Κι όσο ο βόθρος λειτουργεί, όλο και συμπληρώνω 'κείνο το απουσιολόγιο, γενέθλιο κληροδότημα... Κι όλο βυθίζομαι στη Σιωπή, που δεν είναι...πράξη και ας με συγχωράει όπου ( και εάν...) φτερουγίζει το πνεύμα του Μανόλη.
Είμαι πλάι στη θάλασσα, στο χειρότερο σημείο. Στον Κιθαιρώνα του Οιδίποδα και απέναντι οι Αλκυονίδες τρέμουν για το χειρότερο...
Το ίδιο βράδυ ήρθε στον ύπνο μου εκείνος. Βγήκε από το κάδρο και κάθισε στα πόδια του κρεβατιού. Με κοίταζε με τα αθώα, παιδικά του μάτια, υγρά από παράπονο. Στα δάχτυλα κρατούσε μια μαύρη πεταλούδα...Η βεβαιότητα, σκέφθηκα, είναι σαν τις πορσελάνες...Εύθραυστη και πολύτιμη.
- Δεν πρέπει να φοβάσαι....μου είπε
- Ξέχασες που εγώ 'κείνο το πράσινο απόγευμα
τον έβλεπα να τριγυρνάει
γύριζε και παράσταινε τον κουλουρτζή
γύρισε και παράσταινε τον λαχειοπώλη
και τα παιδιά τίποτα, δεν υποπτεύονταν
κι αυτός πάλι γύριζε και πλησίαζε
και πάλι μάκραινε και έφευγε
ώσπου τον αποτρέλανα
στο τέλος αγριεύτηκε
άρχισε να ουρλιάζει
έβαψε τα μάτια και τα νύχια του
φούσκωσε τα βυζιά του
άρχισε να μιλάει με ψιλή φωνή
έκανε σα γυναίκα...
Σκέψου πως...
Φεύγουμε επιτέλους. Τα έξοδά μας είναι κανονισμένα γ ι α π ά ν τ α και για όποιο μέρος κάθε φορά βρισκόμαστε...Και πραγματικά καθώς έριξα μια ματιά απ' το παράθυρο της καμπίνας είχαμε βγει κιόλας έξω από το λιμάνι...
#
Τον Μίλτο Σαχτούρη για πολλά χρόνια προσπαθούσα να τον γνωρίσω από κοντά, και κάτι τέτοιο δε θυμάμαι να επιδίωξα ποτέ άλλοτε και για κανέναν. Εκείνος όμως όλο προφασιζόταν αρρώστιες και κακοδιάθεση...Ώσπου μια μέρα, με την παραίνεση του Λευτέρη του Ξανθόπουλου, με δέχθηκε. Έκτοτε τον επισκεπτόμουνα συχνά, άλλοτε μόνος κι αργότερα συνοδεύοντας την ανήμπορη, κι αυτή, σύντροφο της ζωής του Γιάννα Περσάκη, μέχρις ότου...
"είδε εξαίφνης το ποίημα που έβλεπε σε όλη του τη ζωή, όμως τώρα πια δεν μπορούσε, δεν προλάβαινε καν να γείρει στο πλάι για να το γράψει κι έβγανε μέσα στον ύπνο του και μέσα στον ξύπνιο του μια κραυγή, γεμάτη οργή και πόνο και μίσος και πάθος και μεγάλο θυμό, που την άκουσαν όλοι οι θάλαμοι σε όλες τις πτέρυγες και όλο το νοσοκομείο της Κυψέλης..."
Μια μέρα του εξομολογήθηκα πως του οφείλω την παράταση της ζωής μου...Και ζήτησε να του εξηγήσω, να διηγηθώ με λεπτομέρειες 'κείνο το περιστατικό...Ήταν 30 Νοεμβρίου του 1996. Το πρωί, μετά από συμβιβασμένες όσο και συνοπτικές διαδικασίες, είχα πουλήσει-να ξεχρεώσω... το «Ραγιά», το μαγαζί που με τόσο μεράκι είχα δημιουργήσει πριν 16 χρόνια. Το ίδιο βράδυ, εν αγνοία μου, το προσωπικό είχε ετοιμάσει αποχαιρετιστήρια έκπληξη. Είχαν ειδοποιήσει και αρκετούς από συναδέλφους τους, που δούλευαν μαζί μας παλαιότερα, να 'ρθούνε να τα πιούμε, να παίξουν μουσική, να τραγουδήσουμε...Εγώ, βέβαια, ήμουνα σε πολύ κακή διάθεση κι είχα αποφασίσει να μη πάω καθόλου εκείνο το τελευταίο βράδυ. Μια λαχτάρα λιγότερη, που έλεγε κι ο Γιώργος Ιωάννου...Αυτοί όμως, όταν το έμαθαν, αναγκάστηκαν να θυσιάσουν τον αιφνιδιασμό της έκπληξης και να με αναγκάσουν επίμονα να κατέβω. Πήγα σέρνοντας βαριά τα πόδια μου σαν κατάδικος. Κάθησα στο bar κι ο Μίμης έβαλε το ουίσκι μου. Τότε αισθάνθηκα ένα τεράστιο βάρος να με συνθλίβει από το σβέρκο και τους ώμους μέχρι τα κάτω άκρα. Συγχρόνως με κυρίευσε ένα δυνατό μούδιασμα στο στέρνο και στα χέρια μέχρι τα δάχτυλα. Ομολογώ πως τα «χρειάσθηκα». Κρατώντας το ποτήρι, χωρίς να πω σε κανέναν τίποτα, πήγα με τρεμάμενα βήματα μέχρι μια πολυθρόνα στη γωνιά της εισόδου και κάθισα ανήμπορος... Οι άλλοι, θεωρώντας ότι είμαι απλά συγκινημένος και φορτισμένος, με άφησαν για λίγο μόνο. Απέναντι και διαγώνια ( στο τραπέζι με το νούμερο τρία ) έβλεπα καθαρά τον πεθαμένο πατέρα μου να τρώει και να πίνει με μια κοπέλα, που καθώς ήταν γυρισμένη δε διέκρινα το πρόσωπό της. Είχα μια περίεργη αίσθηση πως ήταν η αγέννητη αδερφή μου...Χαρακτηριστικό είναι πως όταν ήρθε η κόρη μου να ρωτήσει γιατί απομονώθηκα της είπα «κάτσε εδώ, σ' αυτήν την πλευρά – να μην με βλέπουν από 'κείνο το τραπέζι. Είναι κάποιος που θέλω να αποφύγω απόψε»...Βλέποντας την ταραχή μου άρχισε να κλαίει και να με παροτρύνει να φύγω, να πάω σπίτι, να ηρεμήσω...Αποφασιστικά ( και τ ό τ ε άρχισε να υποχωρεί το βάρος και το μούδιασμα ) της είπα πως αυτοί επέμεναν να έρθω απόψε και θα μείνω – αντιθέτως, αυτή πρέπει να πάει σπίτι και να φέρει απ' το γραφείο μου – δεξιά, που είχα λίγα βιβλία, ένα μικρό-ροζ βιβλιαράκι του Σαχτούρη με τίτλο «Έκτοτε»...Σε λίγο το κρατούσα στα χέρια μου και, αφού ήπια άλλη μια γερή γουλιά ουίσκι, διάβασα σε όσους στο μεταξύ είχαν μαζευτεί γύρω μας, με σταθερή και δυνατή φωνή το ποίημα της σελίδας 19 :
Στο καφενείο με τις λίρες
Στο καφενείο
Έρχεται ο χονδρός νονός μου
με τις λίρες
Ούτε μια δεν είναι για 'σένα, λέει
Γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου
που περίμενα.
Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι πλάι μου
- Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.
Με το που τέλειωσα αισθάνθηκα δυνατός κι απελευθερωμένος...
Ανύποπτος πως είχα ήδη βουλωμένες τις αρτηρίες της καρδιάς, κάτι που τυπικά διαπιστώθηκε τις επόμενες μέρες και χειρουργήθηκα στις 5 Φεβρουαρίου του 1997. Και οι γιατροί έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ' αυτό το περιστατικό, που το θεώρησαν σωτήριο για την περίπτωσή μου.
...Όταν τέλειωσα την αφήγηση σήκωσα το βλέμμα στο πρόσωπο του Μίλτου και πρόσεξα δυο χονδρά δάκρυα να αυλακώνουν το μάγουλό του.
Σ' ευχαριστώ...ψιθύρισε βραχνά. Κι ύστερα κάπως απότομα «πήγαινε τώρα και κλείσε πίσω σου την πόρτα» είπε.
Τελευταία φορά τον είδα στις 21 Μαρτίου, «Ημέρα της Ποίησης». Είχε ξεκινήσει για το τελευταίο ταξίδι. Ήθελε πια να φύγει. Γύρισε και με έβλεπε αμίλητος. Φορούσε πάντα 'κείνο το σκουλαρίκι στο αυτί. Μ' αυτό τον θάψανε. Μετά στύλωσε το βλέμμα στο κομοδίνο πλάι του. Κοίταζε επίμονα ένα άσπρο άλογο. Κάποια στιγμή άπλωσε το αδύναμο χέρι του, το ίδιο χέρι που...γύρισε τα ρολόγια ανάποδα, και έστρεψε το άλογο προς την μεριά μου...
- Πώς το λες ; ρώτησα αμήχανα και ταραγμένος.
- Πατισάχ... ( αυτή ήταν η τελευταία λέξη που άκουσα από αυτόν )
#
Βρίσκομαι, όπως συνήθιζε κι εκείνος, σε καφενείο...απομεσήμερο Νοέμβρη. Ήρθα από νωρίς στο «Dolce» να βρεθούμε με το Βασίλη. Τους βρήκα με τον Γαβρά που είχα να τον δω από το '68 στο Παρίσι, πάλι σε καφενείο...στο café Bonaparte. Όσο αυτοί μιλούσαν με μια ξένη βυθίστηκα σε σκέψεις, ήπια και δυο ουίσκι ξεροσφύρι... για δευτερόλεπτα με έπαιρνε και μ' άφηνε ένας αρρωστημένος ύπνος ... Ξαφνικά ένιωσα να στέκεται μπροστά μου ο Κορδομενίδης, μου φάνηκε χλωμός και αδυνατισμένος μες στα μαύρα. Χαμογελούσε αινιγματικά σαν ηθοποιός - «έφερνε» κάπως τον Ρόμπιν Ουίλλλιαμς ή τον Τζην Χάκμαν ! Είχε ένα λευκοπλάστη στο λαιμό. Ελπίζω να μην είναι τίποτε σοβαρό είπα...Έπειτα δε θυμάμαι. Πρέπει να έφυγε κι αυτός. Έφυγαν ο Βασίλης, έφυγε και η μοναχική κυρία απ' το πλάι, που δυο φορές ζήτησε και της άναψα τσιγάρο. Πέρασαν σαράντα χρόνια...«σαν χθες» που ήμασταν στο Bonaparte με τη Μιμή. Για πότε έφυγαν βιαστικά οι φίλοι...Ο Ιωάννου, ο Τόλης, ο Αλέξης, ο Ανέστης, ο Παύλος, ο Σαββίδης, ο Κωστής, ο Χειμωνάς, ο Μίλτος, ο Μανόλης, ο Κλείτος, ο Κάτος, η Στέλλα, ο Πάνος...
"Όλα φεύγουν...όλοι φεύγουμε που να πάρει ο διάβολος".