Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.

Για τον Ασλάνογλου στο Εντευκτήριο

Περπατώντας στα νερά μιας λίμνης που αποξηράνθηκε

                                                                                                                                                    Φοβάμαι πως νιώθει πια καθώς :
                                                                                                                                                    the old stag circled with the hounds ( Th.S.Eliot )

 

Θεσσαλονίκη, Δεκέμβρης 1958, του Αγίου Νικολάου. Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου γιόρταζε, στο σπίτι της Παλαιών Πατρών Γερμανού, το πρώτο του όνομα.
Πλούσιος ο μπουφές κι η κάβα για κείνη την εποχή. Ο Αλέξης είχε ακόμα, απ' τον πατέρα του, την εριουργία «Μάκερ», που οσονούπω κατέρρεε. Είχε ήδη αρχίσει το τέλος της μικροαστικής ευδαιμονίας, για να δανεισθώ τον τίτλο ενός βιβλίου, που έγραψε το 1984 ένας ακόμα φίλος που πρόσφατα και πρόωρα παράτησε αυτόν τον κόσμο, ο Βαγγέλης Γιαχνής....
Ο Αλέξης, λοιπόν, «συνεπικουρούμενος» από το γαμπρό του Βασίλη Φράγγο – δηλαδή ένας ποιητής και ένας «στοχαστής», επέσπευσαν αυτήν την κατάρρευση και κάποια στιγμή η «Μάκερ» «σκοτώθηκε» για 180.000 δραχμές. Μέσα, όμως, στο τζαμωτό κουβούκλιο επόπτευσης της μεγάλης σάλας παραγωγής του παλιού εργοστασίου, στην Καλαμαριά, πρόλαβαν να καταχωρηθούνε δύο άλλοι, πιο αισθαντικοί θάνατοι : Ο δύσκολος θάνατος και ο Θάνατος του Μύρωνα. Ο θόρυβος των μηχανών μαζί με τις φωνές των κοριτσιών, οι νόρμες και τα κοστολόγια, ήτανε «απ' έξω». Μέσα στο παρατηρητήριο αυτό, ο Ασλάνογλου ζούσε από τότε, στο δικό του γυάλινο κόσμο.... Παράλληλα, είχε και το μεράκι και κάποια εξ αδρανείας οικονομική δυνατότητα, να αγοράζει ακόμα πίνακες, να ανανεώνει το ντεκόρ του δωματίου του και να συντηρεί ένα ταχύπλοο, τον Gide. Βέβαια, ο ίδιος δεν ήξερε ούτε να το οδηγεί και, το χειρότερο, ούτε κολύμπι. Καπετάνιοι του Gide
ήμασταν κατά καιρούς ο Ρήγας ο Τζελέπογλου, εγώ και ο Πολάτ. Ας επιστρέψω όμως στο πάρτι του '58, όπου βρεθήκαμε ανακατεμένοι φοιτητές, λογοτέχνες, μπασκετμπολίστες από την «Εκάλη» και την «Πεταλούδα», ζωγράφοι, επιχειρηματίες, σκηνοθέτες.... Τότε δεν πίναμε ουίσκι. Αυτό εξελίχθηκε σε «εθνικό» μας ποτό μετά, στη 10ετία του ' 70. Βερμούτ λοιπόν, πίπερμαν, κυρίως κονιάκ και, για τους πιο προχωρημένους, τζιν και μάλιστα σκέτο. Εγώ, εκείνο το βράδι άρχισα και τέλειωσα με Μεταξά, πέντε αστέρων, ένα ολόκληρο μπουκάλι. Όταν πήρα να βάλω την τελευταία γουλιά, είχα ακόμα τις αισθήσεις μου, λέει ο Κώστας ο Λαχάς : «σταμάτα πια – έχεις πιεί ένα ολόκληρο μπουκάλι», και, μου φαίνεται, ο Σάκης ο Παπαδημητρίου του απάντησε «ασ' τονα.... Ούτως ή άλλως μια δόση του απέμεινε. Ας το τελειώσει για να 'χει να το λέει, αν επιζήσει». Όταν όμως έκανα να σηκωθώ από το ντιβάνι, όπου ήμουν αραγμένος και βυθισμένος, τουλάχιστο για τρεις ώρες συνέχεια, τότε φάνηκε το χάλι μου. Ταβάνι και πάτωμα άρχισαν να γυρίζουν και σωριάστηκα. Με πήρανε δυο-τρεις και πήγαμε στο καφενείο ΙΛΙΟΝ, γωνία Αγ. Σοφίας και Μητροπόλεως. Σαν να θυμάμαι, μάλιστα, πως ενώ ήτανε Δεκέμβρης, με κάθισαν σε τραπεζάκι έξω, όπου μου δίνανε με το ζόρι να μασάω καφέ και λεμόνι. Οι πολυκατοικίες απέναντι γύριζαν παραμορφωμένες, όπως σε φωτογραφίες με ευρυγώνιο. Είχα πια «μάτια ψαριού», ώσπου με κουβάλησαν πιο πάνω, στο σπίτι του Δημήτρη και έπεσα ξερός. Απ' ό,τι μου είπανε, ο πατέρας του, γνωστός γιατρός-ουρολόγος, μου έκανε διαδοχικά δυο - τρεις ενέσεις, δεν ξέρω τι. Ξύπνησα την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι και μ' έβαλαν να φάω. Πρώτη σελίδα στη Μακεδονία, με μπόλικες ανατριχιαστικές φωτογραφίες, περιγράφονταν το έγκλημα του Γκόφα, που έσχισε με ένα τσεκούρι το κεφάλι της μητέρας του. Είχε ωραία φωνή-τενόρου και είχε κι αυτός τελειώσει το Πειραματικό. Τον βάζανε και τραγουδούσε στις γιορτές.
Ένα μήνα μετά, μες στον Γενάρη, πήγαμε μόνοι μας με τον Αλέξη, Σαββατοκύριακο στο Αμύνταιο. Νοικιάσαμε μια πλάβα, όπου κωπηλατούσα συνέχεια 5-6 ώρες κι εκείνος άλλοτε με κοίταζε σιωπηλός, χαμογελώντας θλιμμένα και άλλοτε με τραβούσε φωτογραφίες. Πρέπει να πήρε τουλάχιστον τρία φιλμ. Σαν βγήκαμε αργά το μεσημέρι και πατήσαμε στεριά, του πήρα τη μηχανή απ' το χέρι και τράβηξα και εγώ κάτι κλαδεμένα δένδρα και μετά τον ίδιο.
Θυμάμαι που, αν και είχε κρύο, θέλησε και έβγαλε και το άνορακ και το σακάκι. Έτσι να με βγάλεις – μόνο με το πουκάμισο.... Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν είχα μάθει να τυπώνω μόνος μου, σε σκοτεινό θάλαμο που έστησα στο σπίτι μου, μεγέθυνα αυτή του τη φωτογραφία και ρετουσάρισα το κρανίο του : τράβηξα μερικές γραμμές, έτσι σαν να ήτανε σχισμένο ή ραγισμένο.... Όταν την είδε καδραρισμένη στον τοίχο του γραφείου μου, του άρεσε πολύ και του την κοπιάρησα. Πολλά χρόνια αργότερα, σε μια έκδοση της συλλογής του Ωδές στον πρίγκηπα που επιμελήθηκαν οι φίλοι Δ. Καλοκύρης και Γ. Χρονάς, είδα τη φωτογραφία αυτή στο οπισθόφυλλο, με την επεξήγηση μέσα : Ν.Α. Ασλάνογλου, 1953, αρχείο Οδός Πανός. Τους διορθώνω, λοιπόν, για την ιστορία : είναι 1959, Ιανουάριος, εκεί όπου ξαναγυρνώ : η σχέση μας λοιπόν, τότε, είχε πάρει από πλευράς του, μια άλλη ένταση. Του έδινα και διάβαζε μερικά ποιήματα που είχα αρχίσει να γράφω κι εκείνος μου έκαμνε, διακριτικά, τις δικές του πιο έμπειρες παρατηρήσεις. Η «πρόσβασή» του στον «Θέμη» του 1958-59 είχε πάρει μια ειδική φόρτιση. Το γεγονός πως είχα «κάνει» δυο-τρεις μήνες σε νευρολογική κλινική, χτυπημένος στα νεύρα, από παρενέργεια μιας βαριάς μορφής ασιατικής γρίπης, ο ξοδεμός που από τότε με χαρακτήριζε μαζοχιστικά, το απελπισμένο και ακραίο μου μεθύσι στη γιορτή του, τον έκαναν να νιώθει απέναντί μου προστατευτικός αλλά και καταλυτικός. Είχε μπροστά του, μια φρέσκια πρώτη ύλη, που ήθελε να την πλάσει κατ' εικόνα και ομοίωση. Θυμάμαι πολύ έντονα εκείνη τη βραδιά, στο Αμύνταιο, στο μοναδικό και παρακμιακό ξενοδοχείο, που δεν είχε παντζούρια.... Το γεναριάτικο φεγγάρι, παγωμένο και λαμπερό, έμπαινε μέσα στο δωμάτιο και έσβηνε το φως από τα ξέψυχα κεριά μας. Πρέπει να μου μιλούσε πάνω από τέσσερις ώρες.... για τον Κίρκεγκαρ, τον Μποντλέρ, τον Ρεμπό. Αργά, με τη χαρακτηριστική του λεπτή και ψιθυριστή φωνή, διέτρεχε όλο το πρόβλημα της μοναξιάς και του μάταιου, υποβάλλοντας την κυριολεξία μιας απόλυτης πράξης : της αυτοκτονίας. Μου έδινε την εντύπωση πως περίμενε κάποια αντίδραση, μια ανταπόκριση...
Δεν ήταν ίσως τυχαίο ότι η αφιέρωσή του όταν μου είχε δώσει τον Δύσκολο θάνατο έγραφε : στον Θέμη, γιατί προχώρησε στη διάβρωση...
Είχα ένα φτερούγισμα στα σπλάχνα, ένα ρίγος ακατανίκητο. Ήταν στιγμές που έτρεμα ολόκληρος. Διαισθανόμουν μια μοναδική μεθόδευση.... Από ένα γήινο ένστικτο, τον άφησα δυο-τρεις φορές και πήγαινα στο τέρμα του παγερού διάδρομου, στο αποχωρητήριο. Ήθελα να κάνω μια συγκεκριμένη πράξη – κάτι «ζωντανό»: να χέσω. Να διώξω το σπασμό απ' την ψυχή στο έντερο.... Γυρνούσα, λοιπόν, πίσω στο δωμάτιο, λιγότερο «ευάλωτος», αν και ποτέ κανείς δεν ξέρει τι είδους θάνατος τον περιμένει.... Κάπως έτσι ξημερωθήκαμε. Στο τραίνο της επιστροφής, καθώς χανόταν πίσω μας η λίμνη, όσο εγώ κοιμόμουν, εκείνος έγραφε ασταμάτητα. Στην πλατφόρμα του σταθμού, βγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη, μου είπε πως είχε γράψει ένα ποίημα για μένα : τις Χαραμάδες.... Ένα χρόνο μετά, το διάβασα μέσα στο Θάνατο του Μύρωνα.

Από κείνα τα χρόνια και από μένα, γνωρίστηκαν με τον Αλέξη και τον αγάπησαν ανάλογα, οι περισσότεροι από τους παιδικούς μου φίλους : ο Κώστας Γλεούδης, ο.... Τομάζο Ζουράρις, ο Χρίστος Ζουράρις, ο Πέτρος Κεφαλάς, η Μάγδα Κοτζιά, ο Κωστής Μοσκώφ, ο Βασίλης Οικονομόπουλος, ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Πάνος Τζώνος, ο Φώτης Χρυσομάλλης.... Τα στέκια μας ήταν ο «Πιγκουίνος», το πρώτο bar στο κέντρο της πόλης, ο «Γκιγκιλίνης», το «Άριστον», τότε στην Τσιμισκή, ο «Φλόκας» και το self-service του, ο « Βallini» και το «Water Lily».... Λίγο μετά το γάμο μου, στα πρώτα χρόνια της χουντικής επταετίας, όταν είχε, ήδη, αρχίσει να παραμελεί τον εαυτό του κι έτρεχε δεξιά-αριστερά, κάνοντας μαθήματα γαλλικής, τα περισσότερα «για ένα κομμάτι ψωμί», του πρότεινα και το καθιερώσαμε, να έρχεται δυο-τρεις φορές τη βδομάδα σπίτι και τρώγαμε μαζί. Πολλές φορές, από απομεινάρια προηγούμενων βραδιών, περίσσευαν κάποια φαγητά, που η γυναίκα μου τα.... επαναφορμάριζε σε σουφλέ ή σούπες, σε πιατελίτσες με «λίγο απ' όλα», και εκείνος, μια ζωή εργένης, χαιρότανε και εκστασιαζόταν με τις γεύσεις και την ποικιλία.... «Χλιδή ! Χλιδή !» έλεγε.... «Τόσα φαγητά...» Και εθαύμαζε τη... μαγειρική της Μαρίνας. Ώσπου κάποια μέρα «μπαρκάρισε» κι αυτός για την Αθήνα. Δυστυχώς όχι δυναμικά, όπως τόσοι και τόσοι, κυρίως καλλιτέχνες, που απ' τη μήτρα της Μακεδονίας μας, βρεθήκανε και μεγαλούργησαν στην πρωτεύουσα. Είχε αρχίσει πια, για τα καλά, να παραξενεύει. Δεν τον ενδιέφερε πως ντυνόταν, ούτε αν ήταν ξυρισμένος. Έμοιαζε να φοβάται τους ανθρώπους.... Συχνά παραμιλούσε μες στο δρόμο. Όταν ο Διονύσης έγραψε και του αφιέρωσε τη Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνογλου, του κάκιωσε, εξ ου και ότι ο Διονύσης παράλλαξε το όνομα στο δίσκο και έτσι η μοναξιά αυτή έγινε του ... Ασλάνη. Στην Αθήνα, πήγε με την παρότρυνση και πρωτοβουλία του παλιού φίλου και συμμαθητή του, Βάσου Αγγελόπουλου, ώστε να βρεθεί πλάι στη στοργική και γυναικεία φροντίδα της αδερφής του Νιόβης. Τα πρώτα χρόνια, κάτι έγινε, απ' όσο ξέρω και όσο τον ακούγαμε... Τον τελευταίο καιρό, όμως, φαίνεται πως πάλι... χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν οι σιγανές πατημασιές.
Στις 3 Μαρτίου του '88, σαν βρέθηκα μετά από χρόνια στην ξεχασμένη Δράμα, μέσα στο θλιβερό «Ξενία», έγραψα το ποίημα ΚΙΧΝΕ Δράμας, όπου είχε υπηρετήσει, και το συμπεριέλαβα στον δικό μου.... Θάνατο του ζώου. Το αφιέρωσα στη φίλη Τάνια Τσανακλίδου, που κατάγεται από τη Δράμα, στην ουσία όμως είναι ένα σχόλιο – είκοσι τόσα χρόνια μετά, στο Θάνατο του Μύρωνα....
Αλέξη, τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές θυμάμαι και πονάω.... Δεν τρέμω πια.... Τα 18 μου χρόνια εγίνανε 52. Μόνο που, πότε-πότε, πηγαίνω στον .... Καθρέφτη. Τη βλέπω να απομακρύνεται και Της μιλώ. Σύντομα και κλεφτά :

Κλειώ, μπορεί να ήσουν Μούσα
λυπάμαι που Σε έδιωξα
ετύλιξα προσεκτικά τις γάμπες Σου
μέσα στα πρακτικά.

Τόσο μόνο. Αλέξη, μόνο τόσο... Μετά ξεπλένομαι. Βάζω γραβάτες και χαμόγελα και κατεβαίνω. Βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά. Ψάχνω να βρω εκείνα τα στολίδια του Βυθού......
Τη φετινή Πρωτοχρονιά, «υγεία και ειρήνη, Παναγία μου», ήμουν στη Φλώρινα, στου φίλου του Σουλιώτη. Αυτός μου θύμισε, περνώντας απ' τ' Αμύνταιο, πως δεν υπάρχει πια η μεγάλη λίμνη, ούτε πλάβες, ούτε εκείνο το ξενοδοχείο. Δεν είμαι ωστόσο σίγουρος : φόραγα πάλι κείνα τα μαύρα τα γυαλιά κι έβλεπα ίσια μπρος, μην πάθουμε....κανένα ατύχημα, οδηγώντας πάντα γρήγορα το ίδιο αυτοκίνητο.

Εδώ και μήνες σε ψάχνουμε για τούτο τ' αφιέρωμα. Δεν απαντάς ούτε σε γράμματα, ούτε και στα τηλεγραφήματα.... Ξέρω, πως ίσως κρύβεσαι, στα ψέματα, μέσα σε μια ντουλάπα... Ήμουν μικρός και άπειρος, αλλά το είδα το Κακό, με δρασκελιές να πλησιάζει : Αυτή η αγωνία που φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.... ίσως να ήταν ο προ-θάλαμος... Προσεύχομαι λοιπόν, κι εγώ, τώρα, για τις σκοπιές που αγρυπνούν....
Σε περιμένουν να παρουσιάσουν όπλα.... ΣΗΚΩ ΛΟΙΠΟΝ, έστω για λίγο,
Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα, βάλε στα ρούχα σου φωτιά....
Πες μας γι' αυτό, που θέλησες και πρόλαβες, πρώτος εσύ, να δεις μέσα σε τούτη τη «ντουλάπα».

( Φεβρουάριος 1992 )

Γονική Κατηγορία: Περιεχομενα
Κατηγορία: Συνεργασιες