Καλώς ήρθατε ! Ορισμένες κατηγορίες περιεχομένων δεν λειτουργούν προσωρινά, ή δεν είναι "πλήρεις". Foreigners are kindly requested to click : "Translated" at the above table of contents.

Για τον Αναγνωστάκη-στο Εντευκτήριο

Μια βραδιά στην "Τέχνη"

                                                                                                                                ελάχιστο μνημόσυνο του Μανόλη

 

Η πρώτη γνωριμία με τον Μανόλη Αναγνωστάκη ήταν, όπως συμβαίνει συνήθως στην λογοτεχνία, μέσα από τα βιβλία. Από τα ποιήματά του κυρίως, αλλά και από την «Κριτική», που μερικά τεύχη της υπάρχουν ακόμα στη βιβλιοθήκη μου σε πείσμα του χρόνου και των μετακομίσεων. Διάβασα πάλι χθες στις «Αφορμές» ( του 1961 μεν, αλλά διαχρονικά επίκαιρες ) τις σκέψεις του για αντίπαλους και «συμμάχους» στον πνευματικό τομέα...Από τα ποιήματα ξεχώριζα το «Σκάκι» και δεν ξέρω αν πρέπει να ντρέπομαι γι αυτό...Καλός ήταν κι ο Χάρης – δε λέω, αλλά εγώ τότε την «έβρισκα» με τις χάρες της που δεν αξιώθηκα, με την απώλεια της αγαπημένης...
Η δεύτερη γνωριμία μας, η «προσωπική» καταπώς λέγεται, έλαβε χώρα ένα βράδυ του Μάρτη του 1963 ( «κάθε Μάρτη αρχίζει...» ) στην αίθουσα της «Τέχνης», στην οδό Κομνηνών.*
Επί ένα μήνα σχεδόν ο Γιώργος Σαββίδης, στα πλαίσια ενός κύκλου «ελεύθερων μαθημάτων» που είχε καθιερώσει τότε η «Τέχνη» ανέβαινε μία φορά την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη νομίζω, επί τέσσερις εβδομάδες, και προσπαθούσε με τον χαρισματικό του τρόπο να μας μυήσει σε μια καλύτερη πρόσβαση της ποίησης του Σεφέρη, θέλω να πω σε μια αποτελεσματικότερη πρόσκτηση της συγκίνησης που κρύβεται σε ένα ποίημα ( σημείωση μετά από 40 χρόνια : αν υπάρχει, τότε γιατί να «κρύβεται»...). Έψαξα στο αρχείο μου και βρήκα τις σημειώσεις από αυτά τα τέσσερα «μαθήματα», με τις οποίες μας εφοδίαζε η «Τέχνη». Είναι σε χονδρό χαρτί πολυγράφου ( δεν υπήρχαν τότε φωτοτυπίες ), κιτρινισμένες βέβαια. Η εισήγηση κάθε εβδομάδας αποτελούσε και μία ενότητα, και τα τέσσερα μαθήματα είχαν κατά σειρά τις «ονομασίες» : δυσκολίες της ποίησης, δυσκολίες των ποιημάτων και οι δυσκολίες του ποιητή ( α΄ και β΄ )... Στο περιθώριο, εκτός από τα απαραίτητα...θαυμαστικά κι ερωτηματικά, υπάρχουν και κάποιες σημειώσεις μου, οι περισσότερες δάνειες μεταγγίσεις από τις γνώσεις και το χιούμορ του Σαββίδη, όπως : «κάθε τι ανήκει σ' αυτόν που το κάνει καλύτερα», ή «η πρόοδος ενός καλλιτέχνη είναι μια διαρκής απόσβεση της προσωπικότητάς του», ή «το ουδέτερο, το αφηρημένο, το διάχυτο η Τέχνη το καθιστά οικείο, η φιλολογία νοητό...» και παρεπόμενα «αξία σημαίνει οικειότητα»...Σε μια σελίδα πάλι είχα υπογραμμισμένο το δίστιχο «Αγάπη πού 'ναι η Εκκλησιά Σου – βαρέθηκα πια στα μετόχια» ( αυτό, υπό μορφήν τηλεγραφήματος, υπήρξε ο «ηθικός αυτουργός» που νυμφεύτηκα τρία χρόνια αργότερα )
Στο τέταρτο λοιπόν και τελευταίο μάθημα της σειράς ήταν προγραμματισμένο να 'ρθει και ο ίδιος ο ποιητής, που πράγματι ήρθε μαζί με την Μαρώ...Στο τέλος της εκδήλωσης, σε ένα «πηγαδάκι», ο πάντα ευγενικός Γιώργος Σαββίδης με φώναξε να με συστήσει στον Σεφέρη. Εκεί την άγγιξα, κι ενώ δεν το συνήθιζα, της φίλησα το χέρι. Όχι από σεβασμό...Είχα μια υπολανθάνουσα ερωτική διάθεση για τις ώριμες γυναίκες, πολύ περισσότερο όταν υποδύονταν τις μούσες. Το δέρμα της ήτανε διάφανο αλάβαστρο και τα μάτια της πανέμορφα και υγρά.
Ενώ λοιπόν στα προηγούμενα μαθήματα το ακροατήριο είμαστε «εμείς κι εμείς», δηλαδή νεότεροι και νεοσσοί λογοτέχνες, φοιτητές αλλά και φιλότεχνες κυρίες, κάποιοι «ευαίσθητοι» γιατροί κλπ, στο τελευταίο αυτό μάθημα - προφανώς λόγω Σεφέρη, η αίθουσα και δη οι πρώτες σειρές γέμισαν από το λογοτεχνικό «κατεστημένο» της πόλης μας, ώριμους έως σιτεμένους ποιητές και την...Ζωή. Εγώ ήμουν στην «γαλαρία», πίσω-πίσω. Είχα πάει με δυο φίλους, τον Σοφοκλή Θεοδωρίδη και τον Κωστή Μοσκώφ, αλλά κοντά μας ήταν και άλλοι συνομήλικοι, που δεν θυμάμαι καλά ... Πρέπει να ήταν πλάι μας ο Σάκης, ο Παπαδημητρίου, ο Τόλης Καζαντζής κ.α
Με το που τέλειωσε κι αυτό το μάθημα, ο Σαββίδης κάλεσε στο «βήμα» τον Σεφέρη και ο Λίνος ο Πολίτης ανέλαβε να διευθύνει την συζήτηση, που απ' την πρώτη αρχή πήρε την μορφή ενός καταιγισμού ή βομβαρδισμού ερωτήσεων από τους...εγκατεστημένους της πρώτης σειράς - με επικεφαλής τον Πεντζίκη, προς τον Σεφέρη που έδειχνε, αν μη τί άλλο, έκδηλα αμήχανος κι απορημένος. Κι αυτό γιατί οι ερωτήσεις ήσαν εξαντλητικά μονότονες όσο επαναληπτικές και παραπληρωματικές. Ρωτούσε λ.χ ο Βαφόπουλος «κύριε Σεφέρη τι είναι τελικά η ποίηση» και πριν προλάβει να απαντήσει – αν απαντούσε ο Σεφέρης, ο Πεντζίκης το 'καμνε πιο συγκεκριμένο : «πως γράφεται ένα ποίημα» κι ο Θέμελης συμπλήρωνε «είναι, ας πούμε, ένας καρπός ; ...» για να ολοκληρώσει πάλι ο Πεντζίκης «κι αν έχουμε να κάνουμε με καρπό...είναι τελικά...» και παρέθετε και μάλιστα στα...γαλλικά ( ! ) ορολογίες της βοτανικής και της χημείας...για να διευκρινισθεί αν πρόκειται για πρωτογενή καρπό ή μπόλιασμα !...Αυτό πρέπει να κράτησε κανένα τέταρτο της ώρας, που ωστόσο ήταν αρκετό για να δημιουργήσει, τουλάχιστο σε 'μας τους νέους, απορία και δυσφορία. Εγώ προσωπικά είχα αγανακτήσει – όχι μόνο για την «μονοπώληση» του Σεφέρη από τις μπροστινές καρέκλες, αλλά έβρισκα πολύ περιττές και ανόητες αυτές τις ερωτήσεις, στεναχωριόμουνα και μάλιστα ντρεπόμουν στη σκέψη ότι κάπως έτσι πρέπει να αισθάνονταν ο νομπελίστας και κοσμοπολίτης ποιητής μας...και τι θα έλεγε για 'μας εδώ 'πάνω...Άρχισα να το κουβεντιάζω ψιθυριστά με τους άλλους...πως θέλω να τους τα πω κι ας γίνω και ρεζίλι...αλλιώς θα σκάσω...Δε θυμάμαι να είχα ζητήσει ποτέ άλλοτε το λόγο σε δημόσιο χώρο κι αυτό με μούδιαζε. Έκαμνα πρόβα από μέσα μου πώς θα τα πω, να μην είμαι φλύαρος – ως συνήθως, ούτε να τους προσβάλλω...ώσπου κάποια στιγμή ο Σοφοκλής άρπαξε το μπράτσο μου και κρατούσε ψηλά-όρθιο το χέρι μου επίμονα, για να με δει ο Πολίτης. Δηλαδή πιστεύω ότι μας είχε προσέξει από ώρα, αλλά δεν ρισκάριζε να δώσει το λόγο στην γαλαρία, σε αγνώστους ! Παρ' όλο που πέρασαν σαράντα δύο χρόνια διατηρώ την άποψη πως πρώτα με αναγνώρισε και μετά το...'τόλμησε ! Ήμουνα συμμαθητής του Νίκου, του γιου του στο Πειραματικό, και με θυμότανε καλά μια κι είχα πάει αρκετές φορές σπίτι τους, στην Αγγελάκη. Είπα λοιπόν αυτά που αισθανόμουνα...κι εγώ κι οι περισσότεροι από εμάς τους «πίσω»...Πως τον Σεφέρη τον διαβάζουμε χρόνια – εγώ επί παραδείγματι από το 1955, πως επί τέσσερις εβδομάδες τώρα παρακολουθήσαμε κι αυτά τα μαθήματα, αλλά αυτήν τη βραδιά πια περιμέναμε τον Σεφέρη σαν παρουσία... να τον δούμε πώς είναι...ψηλός-κοντός, χονδρός ( ή αν ρεύεται σκόρδο, κατά Χριστιανόπουλο ! ) και να τον αφήσουμε να μας μιλήσει ό,τι και όπως θέλει αυτός, να μας διηγηθεί μια ιστορία απ 'τη ζωή του, απ' τα ταξίδια του...κι όχι να τον πιέζουμε τόση ώρα με αυτές τις μάταιες ερωτήσεις...Κι άλλα πολλά που δε θυμάμαι πια...Κάθισα τρέμοντας...
Τότε ζήτησε το λόγο και σηκώθηκε ο Μανόλης ο Αναγνωστάκης...Με 'κείνο το χαρακτηριστικό του τραύλισμα, σε αυστηρό τόνο με κοφτές και σταράτες λέξεις άρχισε να με υπερασπίζεται και όχι μόνο...Σαν πιο μεγάλος και έμπειρος υπερθεμάτισε με τον τρόπο του...Το μόνο που συγκράτησα από τις πρώτες φράσεις του ήτανε πως δε βρίσκει κι αυτός νόημα ή σκοπιμότητα σε τέτοιες ερωτήσεις...και πως το πρώτο ζητούμενο δεν είναι για την περίπτωση ( για την ποίηση ) η αιτία αλλά το αποτέλεσμα...κι άλλα πολλά, που η συγκίνηση και η χαρά, ότι ο Μανόλης Αναγνωστάκης με δικαιώνει και με στηρίζει, δεν μ' άφησε δυστυχώς να προσέξω περισσότερο και να τα συγκρατήσω...Σα φεύγαμε, με κτύπησε στην πλάτη ο παλιός μας καθηγητής κι αγαπημένος ποιητής, ο Γιώργος ο Θέμελης - Έχεις τίποτε μαζί μου ; ρώτησε...- Τι να έχω με 'σας κύριε Θέμελη...απήντησα, για να συμπληρώσει απ' το πλάι ο Μανόλης με γουρλωμένα μάτια - Γιατί...μήπως εγώ έχω τίποτα μαζί σου

Υστερόγραφο

Αυτή η αίθουσα έχει αδειάσει απελπιστικά Μανόλη. Ήρθανε άλλοι νοικάρηδες, την ανακαίνισαν όπως-όπως με το δικό τους γούστο. Οι πιο πολλοί απ 'τους ιδιοκτήτες έχουνε φύγει οριστικά. Κι όσοι ανταμώνουνε δεν αποφεύγουνε τις ζαβολιές...΄Όλα έχουν αλλάξει. Και τα παλιά λαδάδικα – όπως λες «δεν πλησιάζονται». Απευθύνονται πια σε άλλη «πελατεία». Ωστόσο, είναι φορές που ονειροπολώ...ας ξαναγέμιζε η αίθουσα, να ήτανε πάλι μπροστά ο Θέμελης και ο Πεντζίκης, ο Γιώργος ο Βαφόπουλος και ο Τατάκης κι ο Γιώργος, αμφιτρύωνας λαμπρός με τις τιράντες, και ο Πολίτης να διευθύνει τη συζήτηση, με 'κείνες τις καμπαρτίνες τους και τα ρεμπούπλικα, κι ανάμεσά τους η Ζωή, ολόρθη με την πλισέ τη φούστα...Και πίσω ο Τραϊανός, και ο Καλογερόπουλος, ο Ευαγγέλου με τον Τόλη, ο Ιωάννου κι ο Αλέξης κι ο Κωστής, και ας μαλώναμε λιγάκι για την...ποιότητα των ερωτήσεων, μ' αυτήν τη θυμωμένη τη φιλία που μας γέννησε η μάνα μας.

Κάτι ακόμα που με καθήλωσε...Τις προάλλες ξέρεις – εκείνο το απόγευμα στο Μαρούσι, έκατσα για λίγο απέναντι ακριβώς από το οστεοφυλάκιο. Λοιπόν όλα τα κασελάκια που είχαν τα ονόματά μας ήτανε με κλειδωνιές. Μάλιστα... Μερικά ήσαν και διπλοκλειδωμένα...Ανεξήγητο. Τί να κλέψει κανείς εκεί...

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

* Μνεία αυτής της μαρτυρίας γίνεται τριάντα τρία χρόνια μετά, στη συνομιλία που είχαν ο Μανόλης και η Νόρα Αναγνωστάκη με τον Θέμη Λιβεριάδη, στο σπίτι τους στην Πεύκη Αμαρουσίου ( όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ενενήντα επτά» του «ΟΠΠΕΘ 1997» - τεύχος 7, Δεκέμβριος 1996 ).

Γονική Κατηγορία: Περιεχομενα
Κατηγορία: Συνεργασιες